Την μέρα που ξέσπασε η φωτιά στο Βάλεϊ Παρέιντ της Μπράντφορντ, γράφτηκε μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες του βρετανικού ποδοσφαίρου.
11 Μαΐου, 1985. Η Μπράντφορντ διένυε μια από τις πιο πετυχημένες σεζόν της ιστορίας της. Είχε στεφθεί ήδη πρωταθλήτρια – της League One με τα σημερινά δεδομένα – από την προηγούμενη αγωνιστική, μετά την νίκη επί της Μπόλτον με 2-0, κι έτσι εκείνη την ημέρα στο τελευταίο παιχνίδι της χρονιάς απέναντι στην Λίνκολν, διοίκηση, παίκτες και οπαδοί είχαν ετοιμάσει μία μεγάλη γιορτή. Πριν το παιχνίδι ο αρχηγός Πίτερ Τζάκσον παρέλαβε το κύπελλο για την κατάκτηση του πρωταθλήματος από την διοργανώτρια αρχή, κάτι που σήμαινε τον πρώτο τίτλο για τον σύλλογο μετά από μία «στείρα» περίοδο 56 χρόνων.
Το Βάλεϊ Παρέιντ αριθμούσε 11,076 θεατές, σχεδόν το διπλάσιο από τον μέσο όρο της χρονιάς (6,610), και στο πλήθος εκτός από κάθε λογής αξιωματούχους της περιοχής, έβλεπες επίσημους προσκεκλημένους από τρεις από τις δίδυμες πόλεις του Μπράντφορντ, τις γερμανικές Χαμ και Γκλάντμπαχ, και την βελγική Βερβιέ. Λόγω της ημέρας η τοπική εφημερίδα Telegraph & Argus είχε κάνει ένα επετειακό αφιέρωμα για το Βάλεϊ Παρέιντ, έδρα της ομάδας από το 1903 και πως αυτό θα ανακαινιζόταν και θα εκμοντερνιζόταν έπειτα από τον προβιβασμό της ομάδας, σε ένα πλάνο που θα κόστιζε πάνω από 400,000 λίρες.
Είχαν περάσει 40′ από το πρώτο σφύριγμα του διαιτητή και καμία από τις δύο ομάδες δεν έδειχνε διάθεση να απειλήσει. Ακριβώς εκείνη την στιγμή κάτι άλλο τράβηξε την προσοχή του τηλεοπτικού σχολιαστή Τζον Χέλμ. Ένας πίδακας φωτός μαζί με έναν ισχνό μαύρο καπνό είχαν κάνει την εμφάνιση τους κάτω από το διάζωμα G της κύριας κερκίδας, εκεί που ήταν μαζεμένοι πάνω από 3,000 φίλοι της ομάδας. Ο ίδιος αργότερα σε μία αναλυτική συνέντευξη στην εφημερίδα Express θα δηλώσει:
[embedyt] https://www.youtube.com/watch?v=iIxN3ypB3rw[/embedyt]
«Ήταν ένας άντρας, ομογενής από την Αυστραλία, που είχε επισκεφτεί τον γιο του – φανατικό οπαδό της Μπράντφορντ. Κάποια στιγμή άναψε τσιγάρο και όταν το τελείωσε το έριξε στο πάτωμα μπροστά του προσπαθώντας να το σβήσει με το πόδι του. Αυτό ξεγλίστρησε ανάμεσα στα κενά της κατασκευής της κερκίδας και κατέληξε πάνω στα υπόλοιπα σκουπίδια που είχαν με τον καιρό συσσωρευτεί κάτω από αυτήν. Ένα λεπτό αργότερα παρατήρησε ένα μικρό σύννεφο καπνού να ανεβαίνει από εκεί που είχε πέσει η γόπα».
«Αμέσως έριξε καφέ από το κενό ώστε να σβήσει την μικρή εστία και το ίδιο έκανε και ο γιος του. Ο καπνός σταμάτησε και το τσιγάρο φαινόταν να έχει σβήσει εντελώς. Όμως ξαφνικά ένα μεγαλύτερο σύννεφο καπνού ανέβηκε από εκεί μερικά λεπτά αργότερα. Έτρεξαν να φωνάξουν τον φύλακα του γηπέδου, αλλά μέχρι να γυρίσουν η φωτιά είχε φουντώσει για τα καλά!»
Το Βάλεϊ Παρέιντ ήταν ένα επιβλητικό, αλλά και «γερασμένο» γήπεδο. Η κύρια κερκίδα είχε εξ ολοκλήρου ξύλινη οροφή, ενώ τα καθίσματα δεν ακουμπούσαν σε κάποια υπάρχουσα πλατφόρμα δημιουργώντας έτσι κενά μεταξύ των θέσεων και του πατώματος διευκολύνοντας την συσσώρευση σκουπιδιών κάτω από την όλη κατασκευή. Τον Ιούλιο του 1984 ξεκίνησαν κάποιες διορθωτικές εργασίες, όμως ο σύλλογος συνέχισε να προειδοποιείται για «πιθανή φωτιά», καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη για κατεδάφιση και ανακατασκευή της κερκίδας. Με αφορμή μάλιστα τον προβιβασμό της ομάδας, οι διεργασίες είχαν ήδη προγραμματιστεί να ξεκινήσουν άμεσα με το φινάλε της σεζόν.
Τίποτα από αυτά, όμως δεν ήταν γραφτό να συμβούν. Η ώρα έδειχνε 3:43 το μεσημέρι, όταν οι θεατές άρχισαν να νιώθουν το πάτωμα κάτω από τα πόδια τους να θερμαίνεται επικίνδυνα. Γύρισαν πίσω κι έψαξαν παντού για πυροσβεστήρα, αλλά όλοι οι προβλεπόμενοι είχαν αφαιρεθεί ως μέτρο πρόληψης της βίας και του βανδαλισμού της κερκίδας από τους υπεύθυνους του γηπέδου. Πυροσβεστικά οχήματα κλήθηκαν αμέσως στον χώρο και η αστυνομία άρχισε εσπευσμένα την εκκένωσή του. Η φωτιά όμως ήταν πολύ ταχύτερη. Οι πρώτες φλόγες δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους και σύντομα άρχισαν να κατασπαράζουν καθίσματα και οροφή.
Οι θεατές μετά δυσκολίας μπορούσαν να ανασάνουν και ο πανικός τους είχε κατακλύσει. Η υπερβολικά εύφλεκτη οροφή, που ήταν επικαλυμμένη με ένα στρώμα μουσαμά, πίσσας και ασφάλτου, έλιωνε με γοργούς ρυθμούς κι έπεφτε πάνω στο ανήμπορο κοινό, δημιουργώντας πυκνό μαύρο καπνό που δυσκόλευε όλο και περισσότερο την όραση και την αναπνοή. Σε λιγότερο από τέσσερα λεπτά όλη η κερκίδα φλεγόταν. Οι οπαδοί πανικόβλητοι προσπαθούσαν να μπουν στον αγωνιστικό χώρο, να σκαρφαλώσουν στα γειτονικά stands ή ακόμα και να πηδήξουν στο κενό, σε μία απέλπιδα απόπειρα να γλιτώσουν από την πύρινη λαίλαπα.
Οι περισσότερες έξοδοι ήταν κλειδωμένες ή κλειστές και οι δυνατότεροι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να τις σπάσουν, ώστε να απελευθερωθεί ο κόσμος. Ο προπονητής της Μπράντφορντ, Τέρι Γιόραθ, καθώς και ο παίκτης Τζον Χόουλι βλέποντας τις οικογένειες τους στο πλήθος έτρεξαν προς τις φλόγες, παλεύοντας μαζί με αστυνομικούς, φύλακες και εθελοντές να σώσουν και να βοηθήσουν όποιον μπορούν. Το πρώτο πυροσβεστικό όχημα έκανε την εμφάνισή του στις 3:48, αλλά λόγω του παγιδευμένου κόσμου στην κερκίδα αδυνατούσε να ξεκινήσει την απόσβεση της φωτιάς.

Όσοι διασώζονταν οδηγούνταν σε κοντινά σπίτια και pubs, κάνοντας ουρές για να τηλεφωνήσουν στις οικογένειές τους, αφού το παιχνίδι είχε τηλεοπτική κάλυψη και ήδη όλη η χώρα ήταν συγκλονισμένη με το συμβάν. Αστυνομία και πυροσβεστική συνεργάστηκαν μέχρι τα ξημερώματα, ώστε να σβήσουν εντελώς την πυρκαγιά και να συλλέξουν όλα τα πτώματα από τον τόπο αυτής της ανείπωτης τραγωδίας. Ο επίσημος απολογισμός ήταν 56 νεκροί και 265 τραυματίες. Μιλάμε για την πλέον πολύνεκρη ποδοσφαιρική τραγωδία στην Αγγλία και δεύτερη σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο μετά το συμβάν του Άιμπροξ το 1971, στο ντέρμπι μεταξύ Ρέιντζερς και Σέλτικ, που είχε 66 νεκρούς.
Από τους 56, οι 54 ήταν οπαδοί της Μπράντφορντ -μεταξύ των οποίων και ο πρώην πρόεδρος της ομάδας ο 86χρονος Σαμ Φερθ– και οι δύο οπαδοί της Λίνκολν. Πάνω από τους μισούς ήταν είτε ανήλικοι είτε πάνω από τα 70. Ο τότε πρόεδρος της ομάδας Στάφορντ Χεγκινμπόθαμ αδυνατούσε να αναλογιστεί πως μία μέρα χαράς μετατράπηκε τόσο εύκολα σε μέρα θρήνου και οδυρμού, ο προπονητής Τέρι Γιόραθ την περιέγραψε ως «την χειρότερη ημέρα της ζωής του» και ο επικεφαλής της αστυνομίας Μπάρι Όσμπορν παραδέχθηκε ότι ξέσπασε σε λυγμούς κατά την συγκομιδή των πτωμάτων, βλέποντας σε τι βαθμό τα είχε καταστρέψει η φωτιά.
Μέσα σε 48 ώρες από το συμβάν δημιουργήθηκε ένας έρανος, με την ονομασία Bradford Disaster Appeal, και μέσα σε μία σειρά από δράσεις κατάφεραν να μαζέψουν το ποσό των 3,5 εκατομμυρίων λιρών. Τα πιο αξιομνημόνευτα από αυτά τα events ήταν ο φιλανθρωπικός αγώνας μεταξύ των ενδεκάδων που είχαν αγωνιστεί περίπου 20 χρόνια πριν στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου μεταξύ Αγγλίας και Δυτικής Γερμανίας, καθώς και η κυκλοφορία του single «You ‘ll never walk alone», του γνωστού συγκροτήματος The Crowd που κατέκτησε την κορυφή των αγγλικών charts.
[embedyt] https://www.youtube.com/watch?v=AMFzuSPsTA8[/embedyt]
Η Μπράντφορντ από τότε μέχρι και σήμερα, σε συνεργασία με το τοπικό νοσοκομείο Bradford Royal Infirmary, συνεχίζει την φιλανθρωπική της δράση για θύματα πυρκαγιών και εγκαυμάτων. Τον Ιούλιο του 1985 στην τελετή για τα θύματα της τραγωδίας βρέθηκαν στο κατεστραμμένο Βάλεϊ Παρέιντ 6,000 άτομα. Στην μνήμη των θυμάτων κατασκευάστηκε ένας ξύλινος χριστιανικός σταυρός από κίονες που αποτελούσαν μέρος της καμένης πια κερκίδας. Σήμερα στο ανακατασκευασμένο Βάλεϊ Παρέιντ υπάρχουν δυο μνημεία, ώστε ποτέ κανείς να μην ξεχάσει τους φιλάθλους που σκοτώθηκαν παρακολουθώντας την αγαπημένη τους ομάδα.
Ένα γλυπτό που βρίσκεται στην βάση της κερκίδας απ’ όπου ξεκίνησε η πυρκαγιά και ένας τύμβος από μαύρο μάρμαρο που βρίσκεται στην είσοδο του γηπέδου και αναγράφει με χρυσά γράμματα τα ονόματα και τις ηλικίες όλων των θυμάτων εκείνης της ημέρας. Τον Μάιο του 1986 ένα παρόμοιο μνημείο στήθηκε έξω από το δημαρχείο της πόλης του Μπράντφορντ, δωρεά από την προαναφερθείσα γερμανική πόλη Χαμ, ενώ τέλος και η Λίνκολν από το 1990 που ανακαίνισε το γήπεδο της ονόμασε ένα stand 3,000 θέσεων «Stacey-West Stand» προς τιμήν των Μπιλ Στέισι και Τζιμ Γουέστ, των δύο υποστηρικτών της που απεβίωσαν σε εκείνο το παιχνίδι.