Η ιταλική επιρροή στην Premier League

Ακροβατώντας ανάμεσα στο man management και στην τακτική προσήλωση.

 

Οι Ιταλοί προπονητές φημίζονται ως μάστερ της αμυντικής τακτικής, ήδη από τη δεκαετία του 1930 με τον Vittorio Pozzo (δύο συνεχόμενες κατακτήσεις Παγκοσμίου Κυπέλλου με τη «Σκουάντρα Ατζούρα» το 1934 και το 1938) και, ιδίως, από τη δεκαετία του 1960 με τον Helenio Herrera (δύο συνεχόμενα Κύπελλα Πρωταθλητριών Ευρώπης με την Inter το 1965 και το 1966). Κορυφαίος Ιταλός tactician, αλλά με proactive λογική, σαφώς επηρεασμένη από το ολλανδικό total football υπήρξε και ο Arigo Sacchi (δύο σερί κατακτήσεις Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης με τη Milan το 1989 και το 1990).

 

 

Η παρουσία Ιταλών football managers στην Premier League, όμως, χαρακτηρίστηκε στις περισσότερες περιπτώσεις από έμφαση στη διαχείριση προσωπικοτήτων και λιγότερο στην τακτική καινοτομία. Ενδεικτικά, θα αναλύσουμε έξι σημαντικές ποδοσφαιρικές προσωπικότητες της Ιταλίας, οι οποίοι δούλεψαν σε ομάδες του Νησιού και, συγκεκριμένα, τους Gianluca Vialli, Claudio Ranieri, Carlo Ancelotti, Roberto Mancini, Antonio Conte και Maurizio Sarri.

Ο Gianluca Vialli, μετά από μια εξαιρετική διαδρομή ως επιθετικός, διαδέχθηκε τον Ruud Gullit σε ρόλο παίκτη-προπονητή στην Chelsea το 1997. Παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχαν τότε τα αμύθητα κεφάλαια του Roman Abramovich, ο Ιταλός κατόρθωσε, στην πρώτη του προπονητική δουλειά μόλις σε ηλικία 33 χρονών, να κερδίσει με τους «Μπλε» το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης (1998) και το Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ απέναντι στη Real Madrid, ενώ κατέκτησε και το FA Cup δύο χρόνια αργότερα. Η έλλειψη ανταγωνιστικότητας της Chelsea ως προς τη διεκδίκηση του τίτλου οδήγησε τη διοίκηση στην αντικατάστασή του και ο Vialli εργάστηκε (στην τελευταία, όπως αποδείχθηκε, δουλειά του ως head coach) στη Watford χωρίς κάποια αξιοσημείωτη επιτυχία. Ο πρώην ποδοσφαιριστής Vialli δεν υπήρξε ιδιαίτερα καινοτόμος στην τακτική του προσέγγιση, απλώς επένδυσε στη διαχείριση του υπάρχοντος υλικού και, ιδίως, στην πλήρη ελευθερία κινήσεων του «ζωγράφου» της ομάδας, Gianfranco Zola.

 

 

O Claudio Ranieri πρωτοέφτασε στην Αγγλία το 2000 αναλαμβάνοντας τον πάγκο της Chelsea. Στην τετραετία που παρέμεινε στον λονδρέζικο σύλλογο άφησε ανάμικτες εντυπώσεις, αποκτώντας το παρατσούκλι “The Tinkerman” για το συχνό rotation και την έλλειψη σταθερών αναφορών στο παιχνίδι των «Μπλε». Παρ’ όλα αυτά, τη σεζόν 2003-04, η Chelsea έφτασε στα ημιτελικά του Champions League, αλλά η διαρκής πίεση για αποτελέσματα που είχε ο Ranieri από το νέο αφεντικό της ομάδας, Roman Abramovich έφεραν την αντικατάστασή του από τον Jose Mourinho. Η θητεία του στην Chelsea χαρακτηρίστηκε από διάθεση διαχείρισης (άλλοτε επιτυχημένη ως προς την ενσωμάτωση νέων κομματιών στην ομάδα, όπως οι μετέπειτα εμβληματικοί αρχηγοί Lampard και Terry, άλλοτε αποτυχημένη όπως η σύγκρουση με τον αγαπημένο των φίλων της ομάδας, Dennis Wise). Όταν επανήλθε απρόσμενα στην Premier League, μετά από το σημείο μηδέν της καριέρας του (ήττα από τα νησιά Φερόε και απομάκρυνση από τον πάγκο της εθνικής Ελλάδας), πέτυχε το απόλυτο comeback, οδηγώντας τη Leicester στην πιο μεγάλη έκπληξη στην ιστορία της Premier League. Τη σεζόν 2015-16, ο Ranieri απέδειξε ότι δεν είναι απλώς ένας καλός διαχειριστής προσωπικοτήτων, αλλά μπορούσε να βάζει και τακτικές πινελιές στις ομάδες του, με το σφιχτό 4-4-1-1 (ο Kante πανταχού παρών στις καλύψεις), τον δημιουργικό οίστρο του Mahrez και την εκτελεστική δεινότητα του Vardy στον ανοιχτό χώρο να υπογράφουν την κορυφαία χρονιά της αμφιλεγόμενης προπονητικής του διαδρομής.

 

 

Ο Carlo Ancelotti είχε διαχρονικά τη φήμη του κορυφαίου διαχειριστή προσωπικοτήτων, καθώς διαθέτει τη μοναδική ικανότητα να διατηρεί καλές σχέσεις με ισχυρές προσωπικότητες-βεντέτες. Επιπλέον, η δική του Milan των 00s ήταν μια ομάδα με ανεξίτηλη τακτική σφραγίδα (4-3-2-1 ή, αλλιώς Christmas tree). Αναλαμβάνοντας τον ιδιαίτερα δύσκολο πάγκο της Chelsea το καλοκαίρι του 2009, ο «Καρλίτο» επιφορτίστηκε με την απαίτηση για αποτελέσματα σε συνδυασμό με πιο ελκυστικό ποδόσφαιρο. Η πρώτη χρονιά (με εξαίρεση τον αποκλεισμό από την Inter του Jose Mourinho στη φάση των 16 του Champions League) κύλισε εξαιρετικά, καθώς οι «Μπλε» κατέκτησαν τον τίτλο πετυχαίνοντας 103 τέρματα στις 38 αγωνιστικές της Premier League. Η επόμενη σεζόν, όμως, δεν ήταν το ίδιο επιτυχημένη και οδήγησε στη λύση της συνεργασίας με τον Ιταλό γκουρού του man management. Συγκεκριμένα, η Chelsea διέλυε τις μικρότερες ομάδες, αλλά δυσκολευόταν απίστευτα απέναντι στους μεγάλους της αντιπάλους, με αποτέλεσμα ο Abramovich να αναζητά διαρκώς έναν προπονητή κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Mourinho, τον οποίο πίστεψε μάταια ότι βρήκε στο πρόσωπο του Villas-Boas.

 

 

Ο cool διαχειριστής προσωπικοτήτων Roberto Mancini έφτασε στο Νησί τον Δεκέμβρη του 2009 (αντικαθιστώντας τον Mark Hughes), με την προσδοκία να ηγηθεί της αραβικής επανάστασης στη Manchester City, κομίζοντας την εμπειρία πρωταθλητισμού από την τετραετή θητεία του στην Inter. Παρά την αποτυχία του να εξασφαλίσει την έξοδο στο Champions League στο πρώτο του εξάμηνο στο Νησί, κέρδισε την εμπιστοσύνη του Σεϊχη Mansur και παρέμεινε τρεις ακόμα γεμάτες χρονιές στο νεόπλουτο σύλλογο του Manchester. Τη σεζόν 2011-12, με το θρίλερ της τελευταίας αγωνιστικής απέναντι στην Queens Park Rangers (δύο γκολ στις καθυστερήσεις με Dzeko και Aguero), ο Mancini χάρισε στη City τον πολυπόθητο τίτλο. Η τελευταία του χρονιά του Mancini δεν αποδείχθηκε εξίσου επιτυχημένη, καθώς ο Sir Alex επανήλθε στην κορυφή στο κύκνειο άσμα της τεράστιας καριέρας του, ενώ δεν έγινε καμία υπέρβαση και στο Champions League. Τότε, η –επηρεασμένη από τη νοοτροπία της Barcelona- αγωνιστική διεύθυνση της City αποφάσισε να επενδύσει σε ένα τακτικό project κυριαρχικού ποδοσφαίρου, αρχικά με τον Manuel Pellegrini και, στη συνέχεια, με τον μετρ του είδους Pep Guardiola.

 

 

Το καλοκαίρι του 2016 η Chelsea (μετά από μια τραγική χρονιά) στράφηκε στον Antonio Conte (με απολύτως επιτυχημένη θητεία σε Juventus και εθνική Ιταλίας) για την ανανέωση της reactive λογικής της. Ο ικανότατος tactician Conte είχε φέρει από τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας το 3-5-2 ξανά στην επικαιρότητα του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, συνδυάζοντας έντονο πρέσινγκ και αμυντική στιβαρότητα. Αρχικά, ο Conte δεν ήθελε να εισάγει καινά δαιμόνια στο αρκετά στρυφνό βρετανικό περιβάλλον, αλλά η προβληματική αρχή των «Μπλε» στο πρωτάθλημα (ιδίως, το κάκιστο πρώτο ημίχρονο απέναντι στην Arsenal με σκορ 3-0 υπέρ των «Κανονιέρηδων») τον οδήγησαν στην υιοθέτηση του 3-4-3. Εκμεταλλευόμενος στο έπακρο την έλλειψη αγωνιστικών υποχρεώσεων στην Ευρώπη, την αμυντική ασφάλεια με τους τρεις κεντρικούς αμυντικούς, το πλάτος που έδιναν οι δυο μπακ-χαφ (αποκάλυψη ο Marcos Alonso), τα τρεξίματα του Kante, τις αστείρευτες εμπνεύσεις του Hazard, την ταχύτητα του Willian και την εκτελεστική δεινότητα του Diego Costa, ο Conte οδήγησε την Chelsea στην κατάκτηση της Premier League (με απίστευτο σερί 13 συνεχόμενων νικών καταμεσής της περιόδου). Η επόμενη σεζόν δεν ήταν το ίδιο επιτυχημένη (αποτυχία εξόδου στο Champions League), ο Conte αποδείχθηκε ανεπαρκής στη διαχείριση των εύθραυστων σχέσεών του με ισχυρές προσωπικότητες, όπως οι Hazard, Willian, και η σεζόν σώθηκε κάπως με την κατάκτηση του FA Cup. Η επιρροή του Ιταλού tactician, όμως, ήταν μεγάλη στο αγγλικό ποδόσφαιρο, καθώς μέσα στη σεζόν 2017-18 οι 17 από τις 20 ομάδες χρησιμοποίησαν, έστω και περιστασιακά, σχήματα με τρεις κεντρικούς αμυντικούς.

 

 

Το καλοκαίρι του 2018 ξανά η Chelsea αποφάσισε να αλλάξει ριζικά προσανατολισμό, προσλαμβάνοντας έναν Ιταλό tactician, ο οποίος φημιζόταν για το επιθετικό του ποδόσφαιρο, και συγκεκριμένα για μια ιδιαίτερη εκδοχή positional play (sarriball), τον Maurizio Sarri. Μετά από μια υπέροχη τριετία στη Napoli (σταθερά, το καλύτερο ποδόσφαιρο στο Campionato), ο Sarri κλήθηκε να κάνει ελκυστική την Chelsea. Στον μόλις ένα χρόνο παραμονής του στο Stamford Bridge άφησε ανάμικτα συναισθήματα. Πράγματι, απελευθέρωσε δημιουργικά και εκτελεστικά τον «ευνουχισμένο» Hazard, με τον Βέλγο αστέρα να διάγει την πιο παραγωγική σεζόν της καριέρας του, οδήγησε τους «Μπλε» σε ευρωπαϊκό τίτλο μετά από έξι χρόνια (Europa League) και τους επανέφερε στην κορυφαία ευρωπαϊκή διασυλλογική διοργάνωση. Ωστόσο, η υπέρμετρη εξάρτηση από τον Jorginho και η ξεκάθαρη έλλειψη plan b όταν στράβωνε το αρχικό σχέδιο παιχνιδιού κατοχής σε ψηλά μέτρα, κηλίδωσε κάπως το δημιούργημα του Sarri, με αρκετούς φίλους της ομάδας να αποδοκιμάζουν το project κατά την εξέλιξή του. Τελικά, ο Sarri επέστρεψε στην Ιταλία, αναλαμβάνοντας τις τύχες της Juventus (μεγάλης αντιπάλου της άλλοτε αγαπημένης του Napoli) και δεν θα μάθουμε ποτέ ποια θα ήταν η τύχη ενός proactive πειράματος στο reactive περιβάλλον της Chelsea.

 

sarri debate

 

Συμπερασματικά, οι Ιταλοί προπονητές (τόσο με man management όσο και με tactician χαρακτηριστικά) φεύγουν σταδιακά από το μάλλον εσωστρεφές Campionato και ανοίγουν τα φτερά τους στην ποδοσφαιρική Ευρώπη και ιδίως στην Αγγλία. Εκτός των προαναφερθέντων προπονητών αξίζει να αναφερθούν οι σύντομες θητείες του Walter Mazzarri στη Watford (2016-17) και του Francesco Guidolin στη Swansea (2016). Μετά την καθιέρωση της άκρως εμπορικής Premier League στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, το άλλοτε περίκλειστο βρετανικό ποδόσφαιρο αποτελεί πόλο έλξης όχι μόνο για ποδοσφαιριστές άλλα και για προπονητές από όλο τον κόσμο, λειτουργώντας ως ζωντανό εργαστήρι διαρκούς εξέλιξης του modern football.

 

Συντάκτης: Θωμάς Ψήμμας από την ποδοσφαιρική σελίδα Κάθε Κυριακή. Μπορείτε να βρείτε την εκπληκτική σελίδα στο Facebook ΕΔΩ.