Η σπουδαιότερη ποδοσφαιρική συνέντευξη όλων των εποχών έγινε κατά τύχη!

Ναι, η πιο σπουδαία συνέντευξη στην ιστορία της ποδοσφαιρικής δημοσιογραφίας έχει διάρκεια μόλις 30 δευτερολέπτων. Και μέσω μιας ευτυχούς συγκυρίας βγήκε ξανά στην επιφάνεια ένας θρυλικός παλαίμαχος τερματοφύλακας της Λίβερπουλ.

Φαντάσου αυτό. Είσαι δημοσιογράφος του BBC. Σ’ έχουν στείλει ένα μουντό πρωινό του Φλεβάρη στους δρόμους του Λίβερπουλ να μαζέψεις δηλώσεις από πιθανούς οπαδούς των δύο αιωνίων «μισητών» αντιπάλων του Μέρσεϊσαϊντ. Θα έκανες ένα τυπικό «vox pop», δηλαδή, ο δημοσιογραφικός όρος για την συγκέντρωση δηλώσεων από εντελώς τυχαία άτομα σε ένα οποιοδήποτε χώρο για ένα πολύ συγκεκριμένο θέμα. Λίβερπουλ και Έβερτον θα αναμετριούνταν σε ένα ακόμα «Merseyside Derby» λίγες ώρες μετά για το αγγλικό πρωτάθλημα και όπως είναι σύνηθες σε οποιαδήποτε πόλη και χωριό της Αγγλίας, όταν έχουν «matchday» σχεδόν το 99% του πληθυσμού σκέφτεται και μιλά για τον επικείμενο αγώνα.

Σε έναν από τους κοσμοπλημμυρισμένους κεντρικούς και εμπορικούς δρόμους της πρωτεύουσας του Μέρσεϊσαϊντ, πλησιάζεις, τυχαία, μέσα στους περαστικούς, έναν μεγάλο σε ηλικία άνθρωπο, μια ευγενική φυσιογνωμία. Τον πιάνεις στην άκρη και τον ρωτάς για ένα άλλο ντέρμπι στο Γκούντισον Παρκ ανάμεσα σε «Toffees» και «Reds», τον αγώνα για τον 5ο γύρο του FA Cup το μακρινό 1967.

«Αναρωτιέμαι άμα θυμάστε το ντέρμπι του 1967, Γκούντισον Παρκ, FA Cup, 5ος γύρος και μεταδόθηκε παράλληλα σε μια μεγάλη οθόνη στο Άνφιλντ, το θυμάστε»;

«Ναι σωστά», σου απαντά ο κύριος μπροστά σου, γνέφοντας καταφατικά, «Ναι το θυμάμαι, έπαιξα σε αυτό. Ήμουν ο τερματοφύλακας της Λίβερπουλ»!

«Αλήθεια»;!

«Ναι»!

«Λοιπόν, αυτό και αν είναι μια ευτυχής συγκυρία, το να σας συναντήσω και με συγχωρείται, μπορείτε να μου θυμίσετε το όνομά σας»;

«Τόμι Λόρενς».

«Τόμι, χάρηκα για την γνωριμία, τι θυμάστε για το παιχνίδι»;

«Ήταν ένα σπουδαίο παιχνίδι, ο Άλαν Μπολ σκόραρε το νικητήριο γκολ»!

Εκείνο το λεπτό, το μαγικό ένα λεπτό, είχε γραφτεί μια μικρή χρυσή παράγραφος στην ιστορία της αγγλικής τηλεόρασης. Και την είχε γράψει, αρχικά, ο Στιούαρντ Φλίντερς, δημοσιογράφος του BBC. Ο Φλίντερς, σχεδόν 30 χρόνια στις επάλξεις της βρετανικής δημόσιας τηλεόρασης και συγκεκριμένα στις συχνότητες της Βορειοδυτικής Αγγλίας, δημιούργησε, άθελα του, τις συνθήκες για μια από τις πιο διαχρονικές συνεντεύξεις που έχει ζήσει ο ποδοσφαιρικός κόσμος της χώρας του αλλά και παγκοσμίως.

Λάτρης του ποδοσφαίρου και αυτός, φίλαθλος της Μπόλτον από μικρός, δηλώνει μέχρι και σήμερα συγκινημένος και άναυδος για αυτή τη συγκινητική συνάντηση. Και πάνω από όλα περήφανος. Και πως να μην είναι; Η συνέντευξη, πίσω στο Φλεβάρη του 2015, έγινε παγκόσμια είδηση. Το αρχικό κλιπ της κουβέντας του με τον Τόμι Λόρενς εθεάθη από 8 εκατομμύρια αναγνώστες μέσα σε λίγες μέρες στο σάιτ του BBC, ενώ η συνέντευξη μεταφράστηκε σε ειδησεογραφικά σάιτ της Γερμανίας, της Πολωνίας, του Βιετνάμ ακόμη και της Μαλαισίας!

Και υπήρχε ένας σημαντικός λόγος για όλο αυτό. Πέρα από το αφάνταστα συνωμοτικό τρόπο του σύμπαντος να δημιουργήσει αυτό το σκηνικό, όπου ένας δημοσιογράφος σε μια πόλη 860.000 κατοίκων πέτυχε ένα πρωινό τον έναν από τους δύο βασικούς τερματοφύλακες ενός αγώνα ποδοσφαίρου 48 χρόνια πριν, είχαμε και την συγκινητική αντίδραση του «πρωταγωνιστή».

Το πρόσωπο, του 74χρονου τότε, Τόμι Λόρενς ήταν αυτό που υποσυνείδητα άγγιξε εκατομμύρια ανά την υφήλιο. Από την λάμψη σε κάθε εκατοστό του πρόσωπού του, που οι μυς του, σχεδόν, δημιούργησαν εκφράσεις εφάμιλλες ενός μικρού παιδιού, το τρεμάμενο «Yes» γεμάτο συγκίνηση στην ερώτηση του δημοσιογράφου αν θυμάται κάτι από το ποδοσφαιρικό παρελθόν του, τα εκφραστικά του μάτια, που μέσα από τα δάκρυα τους έβλεπες έναν άνθρωπο να ζει ξανά, μέσα σε λίγα δεύτερα μπροστά στην κάμερα, ένα «throwback» τίγκα στις αποκρούσεις μέσα στις λάσπες, τα γεμάτα από φιλάθλους χρονοφαγωμένα γήπεδα, τους τελικούς κυπέλλου μέσα στο Γουέμπλεϊ, τότε που είχε δύο πύργους να στέκονται στην είσοδό του, τα ταξίδια με τους συμπαίκτες του μέσα σε ταλαιπωρημένα λεωφορεία στην αγγλική ενδοχώρα, τα βολέ συνοδευόμενα από γιούχα ενός κοσμοπλημμυρισμένου πετάλου πίσω από τους ώμους του. Την ανάγκη που έχει ένας ηλικιωμένος να επικοινωνήσει με τους γύρω του, να του δώσουν λίγη σημασία, να νιώσει ξανά σημαντικός και αγαπημένος.

Ο Τόμι Λόρενς αγαπήθηκε και νεότερος. Άλλωστε φόρεσε τη φανέλα της Λίβερπουλ 390 φορές, από το 1957 έως το 1971. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, δεν θεωρήθηκε ποτέ μεταξύ των κορυφαίων «κίπερ» στη χώρα και ήταν πάντα στην σκιά των Γκόρντον Μπανκς (Λέστερ/Στόουκ), Πίτερ Μπονέτι (Τσέλσι) και Άλεξ Στέφνεϊ (Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ). Όμως, αναλογιζόμενοι ότι η Λίβερπουλ ήταν ένας από τους κορυφαίους συλλόγους στη χώρα εκείνα τα χρόνια, και το ότι ο Μπιλ Σάνκλι μπορούσε να προσελκύσει όποιον τερματοφύλακα ήθελε να υπογράψει για τον σύλλογο του, το απλό γεγονός ότι ο Τόμι Λόρενς ήταν το νούμερο ένα για όλα εκείνα τα χρόνια λέει πολλά για την ικανότητά του και την αξία του για τη Λίβερπουλ.

Γεννημένος στη Σκωτία και το Ντέιλι του Άιρισιρ το 1940, ο Τόμι εκπροσώπησε την πατρίδα του μόλις τρεις φορές. Αλλά συνέδεσε άρρηκτα το όνομα του με τις επιτυχίες των «Reds» στα 60’s. Αφού άφησε το σχολείο, ο Λόρενς εργάστηκε στο «Rylands», ένα εργοστάσιο συρμάτων στο Γουάρινγκτον, ενώ παράλληλα έπαιζε ερασιτεχνικά για την Γουάρινγκτον Ταόυν. Εκεί ξεχώρισε και του προσφέρθηκε επαγγελματικό συμβόλαιο από τη Λίβερπουλ, τον Οκτώβριο του 1957, μόλις λίγους μήνες μετά τα 17α γενέθλιά του, από τον προπονητή Φιλ Τέιλορ. Σύντομα έκανε το ντεμπούτο του για την ανδρική ομάδα της Λίβερπουλ εναντίον της Μάντσεστερ Σίτι. Σταδιακά καθιερώθηκε ως ένας αναπληρωματικός, αλλά αξιόπιστος τερματοφύλακας και ήταν περισσότερο από έτοιμος όταν τελικά ήρθε η μεγάλη ευκαιρία πέντε χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο του 1962. Η Λίβερπουλ είχε ανεβεί πρόσφατα εκείνη τη σεζόν στη πρώτη κατηγορία και ο τερματοφύλακας της πρώτης ομάδας, Τζιμ Φέρνελ, έμεινε εκτός λόγω τραυματισμού. Δεν ήταν ένα ονειρικό ντεμπούτο καθώς η Γουέστ Μπρόμιτς κέρδισε με 1-0 την ίδια μέρα, αλλά η απόδοσή του ήταν αρκετά εντυπωσιακή για να διατηρήσει τη φανέλα με το «Νο. 1».

Ακολούθησε μια τεράστια καριέρα με δύο κατακτήσεις του αγγλικού πρωταθλήματος, μία κατάκτηση του FA Cup και τρεις κατακτήσεις του Community Shield, όλες μέσα στη δεκαετία του ’60. Πέρα, όμως από τα τρόπαια που χάρισε στους οπαδούς της Λίβερπουλ, τις 133 ανέπαφες εστίες σε 390 αγώνες και τις εντυπωσιακές αποκρούσεις του, ο Τόμι Λόρενς άλλαξε και το ποδόσφαιρο.

Θεωρήθηκε από τους πρώτους «sweeper keepers» στην ιστορία του ποδοσφαίρου, δηλαδή των τερματοφυλάκων – λίμπερο, που τολμούσαν να εγκαταλείψουν την περιοχή τους και να συνεισφέρουν στο αμυντικό παιχνίδι της ομάδας τους, ως «σκούπες» αμυντικών λαθών ή κάθετων πασών των αντιπάλων. Ειδικά η Λίβερπουλ του Σάνκλι είχε μια αμυντική τετράδα που πίεζε πολύ ψηλά στο γήπεδο. Μια κάθετη και ο τερματοφύλακας βρισκόταν ξαφνικά μόνος και αβοήθητος με κάποιον επιθετικό. Ο Λόρενς, έτσι, εξέλιξε έναν πολύ διαφορετικό τρόπο παιχνιδιού από τους άλλους τερματοφύλακες της εποχής. Με την ταχύτητά του, την διορατικότητά του και το σωστό timing, άφηνε την περιοχή του και έτρεχε πάνω στον αντίπαλο επιθετικό. Με μαεστρικά τάκλιν λειτουργούσε σαν τελευταίος αμυντικός, σαν λίμπερο στην άμυνα της Λίβερπουλ. Και σε όλο αυτό τον επαναστατικό, για την εποχή, τρόπο παιχνιδιού, κατάφερνε να μην τραυματίζεται! Παρά τα σκληρά τάκλιν και τους κακούς αγωνιστικούς χώρους, ο Τόμι έχασε κάτω από δέκα ματς μέσα σε οχτώ χρόνια.

Πέρα από τον χαρακτηρισμό «sweeper keeper», που τον συνόδευε, υπήρξε και το πιο… άκομψο «The Flying Pig» (μετ. «Το Ιπτάμενο Γουρούνι»). Ίσως να έμοιαζε ως μια αναφορά στον σωματότυπό του, καθώς ζύγιζε 89 κιλά και παραπάνω ανά καιρούς, αλλά η χρήση του από τους οπαδούς δεν είχε στερεοτυπικό υπόβαθρο. Μπορεί να μην είχε τυπική αθλητική όψη, αλλά το ψευδώνυμο του χαρίστηκε λόγω των γρήγορων, άμεσων και κοφτών κινήσεών του μέσα και έξω από την περιοχή. Έκλεισε την καριέρα του στην Τρανμίρ και όπως προαναφέραμε, δεν θεωρήθηκε ποτέ αστέρας. Ούτε από την πατρίδα του, την Σκωτία, ούτε από τους δημοσιογράφους του σήμερα και του τότε, ενώ υπήρξε αναπόσπαστο κομμάτι της επιτυχίας της αρμάδας του Σάνκλι.

Και, ενώ ο Τόμι Λόρενς ευθύνεται για την ποδοσφαιρική φιλοσοφία τερματοφυλάκων όπως ο Μάνουελ Νόιερ, του κορυφαίου «sweeper keeper» της εποχής μας, χρειάστηκε σχεδόν μισός αιώνας για να ξαναθυμηθούμε τον θρυλικό πορτιέρο της Λίβερπουλ. Ο Στιούαρντ Φλίντερς τον κάλεσε στην εκπομπή του στο BBC λίγους μήνες αργότερα, για μια πιο συνηθισμένη συνέντευξη. Ο Φλίντερς ρώτησε τον Λόρενς πως του φάνηκε η ανταπόκριση του κόσμου, με τον 73χρονο να απαντά: «Ήταν απίστευτο, δεν ήξερα τι συμβαίνει, δεν το πίστευα, θαυμαστές από όλον τον κόσμο ήρθαν σε επαφή μαζί μου».

Και αυτό, ίσως, είναι ότι πιο πολύτιμο «γέννησε» εκείνη η τυχαία συνάντηση ανάμεσα στον Στιούαρντ και τον Τόμι τον Φλεβάρη του 2015 σε έναν πεζόδρομο του Λίβερπουλ. Η, πολυπόθητη, παγκόσμια αναγνώριση και αγάπη που εξέλαβε ο Λόρενς. Έστω και μισό αιώνα μετά. «Από όλους αυτούς που ζούνε στο Λίβερπουλ, διάλεξες εμένα», δήλωσε γελώντας στην ίδια συνέντευξη. Ο «Flying Pig», ένα ντροπαλό και συνεσταλμένο άτομο σύμφωνα με τον γιο του, Στέφεν, ήταν ευτυχισμένος. Και «έφυγε» ευτυχισμένος λίγα χρόνια μετά, το 2018. Με το όνομά του ανεξίτηλα γραμμένο στην ιστορία του αγγλικού ποδοσφαίρου.