Ντίξι Ντιν: Το «παιδι» που ονειρευόταν να γίνει θρύλος της Έβερτον

Ο Ντίξι Ντιν σε ηλικία οκτώ ετών ορκίστηκε πως θα παίξει για την Έβερτον και τελικά το κατάφερε, την δόξασε και…πέθανε γι’ αυτήν.

Ο Ουίλιαμ Ράλφ Ντίξι Ντιν, γεννήθηκε στις 22 Ιανουαρίου του 1907 στο Μπίρκενχεντ και ήταν το πέμπτο παιδί, καθώς επίσης και ο πρώτος και τελευταίος γιός της οικογένειας, μιας και είχε τέσσερις μεγαλύτερες και μία μικρότερη αδερφή. Ο πατέρας του, Ουίλιαμ ο Πρεσβύτερος, ήταν μηχανοδηγός, επάγγελμα το οποίο «κληρονόμησε» από τον δικό του πατέρα. Μάλιστα και οι δύο ήταν οδηγοί του τρένου της Βασιλικής Οικογένειας κατά τις περιόδου της βασιλείας της Βασίλισσας Βικτωρίας και του Βασιλιά Γεώργιου Ε’.

Έχοντας καταγωγή από το Τσέστερ, ο πατέρας Ουίλιαμ μετακόμισε στο Μπίρκενχεντ για να βρίσκεται κοντά στην αγαπημένη του, Σάρα, η οποία δούλευε ως οικιακή βοηθός. Έτσι, χάρη στον έρωτα αυτόν, ο Ντιν γεννήθηκε 15 λεπτά μακριά από την έδρα της ομάδας, που έμελλε να του «κλέψει» την καρδιά, της Έβερτον, που από την γέννηση του έως και την διακοπή λόγω του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, είχε κατακτήσει ένα πρωτάθλημα και μετρούσε δύο δεύτερες θέσεις στην κορυφαία κατηγορία της χώρας.

Ο Ντιν είχε από μικρός τεράστια αγάπη για το ποδόσφαιρο, σε σημείο που ενώ αρχικά πήγαινε σχολείο στο Laird Street School που βρισκόταν στη γειτονιά του, ο ίδιος επέλεξε να φύγει από εκεί και να συνεχίσει αυτοβούλως στο Albert Memorial Industrial Borstal το οποίο θεωρούνταν περισσότερο ένα ίδρυμα για παραβατικούς, παρά σχολείο κανονικό. Μάλιστα έλεγε ψέματα πως κλέβει για να αποφύγει τις άβολες συζητήσεις με τους συμμαθητές του, μιας και κανένας δεν θα πίστευε ότι επέλεξε να πάει εκεί οικειοθελώς!

Όλο αυτό δεν γινόταν τυχαία, αφού ο Σκωτσέζος διευθυντής του Albert Memorial είχε φροντίσει να έχει εξελιγμένες ποδοσφαιρικές εγκαταστάσεις κι αυτό είχε τη μεγαλύτερη σημασία για τον Ντιν. Στα έντεκα του, ξεκίνησε να παίζει ως σέντερ φορ στη σχολική ομάδα, έχοντας για συμπαίκτες του παιδιά, που τον περνούσαν πέντε χρόνια. Σε αυτό βοήθησε η δουλειά που ξεκίνησε να κάνει εκείνη την περίοδο (ναι, στα έντεκα του) ταυτόχρονα με το σχολείο. Βλέπετε ο Ντιν ήταν βοηθός γαλατά και κάθε απόγευμα γυρνούσε στις φάρμες φορτωμένος. Χάρη σε αυτή τη δουλειά, ο πιτσιρίκος είχε τρομερή σωματική διάπλαση, μιας και εκείνα τα χρόνια δεν ήταν εύκολο το να βρει κανείς θρεπτικό φαγητό.

Η αγάπη του για την Έβερτον «γεννήθηκε» τη μέρα που ο πατέρας του, ο οποίος ήταν κι αυτός οπαδός της ομάδας, τον πήρε μαζί του και παρακολούθησαν τον τελευταίο αγώνα της σεζόν 1914/15 πριν σταματήσει το πρωτάθλημα λόγω της έναρξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε εκείνον τον αγώνα, τα «Ζαχαρωτά» στέφθηκαν πρωταθλητές και η ατμόσφαιρα που επικράτησε στο γήπεδο, έκανε τον Ντίξι να ορκιστεί πως θα καταφέρει να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής και να παίξει μια μέρα με την αγαπημένη του πια μπλε φανέλα.

Ήταν τέτοια η αποφασιστικότητα του, που όταν τον κάλεσαν σε δοκιμαστικό αγώνα για την μικτή των σχολείων του Μπίρκενχεντ, σκόραρε έξι φορές και με το που τελείωσε ο αγώνας, έφυγε με το ποδήλατο του και πήγε να αγωνιστεί με την ομάδα του δικού του σχολείου και σκόραρε κι εκεί άλλες έξι φορές. Δύο αγώνες και δώδεκα γκολ μετά, πήγε να παίξει και τρίτο αγώνα μέσα στη μέρα, αυτή τη φορά με την ομάδα Μόρτον Μπάιμπλ Κλας κι εκεί κατάφερε για τρίτη φορά σερί να σκοράρει άλλες έξι φορές (ω τι έκπληξη!) και κάπως έτσι το τέλος της ημέρας τον βρήκε έχοντας βάλει 18 τέρματα. Φυσικά αυτό συνεχίστηκε και μέχρι τα δώδεκα του χρόνια, είχε καταφέρει να αποκτήσει σπουδαία φήμη χάρη στο ταλέντο και την εργατικότητα του.

Στα 14 του, ο Ντιν παράτησε το σχολείο και έπιασε δουλειά στο Wirral Railway, όπου εργαζόταν πλέον και ο πατέρας του. Εκεί, λόγω των βαρδιών του, δεν είχε την ευκαιρία να ασχοληθεί όσο θα ήθελε με το ποδόσφαιρο, όμως δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια και κατάφερε να βρει την άκρη, μπαίνοντας στην ομάδα της δουλειάς. Με αυτή κατάφερε να φτάσει και στον τελικό του Cheshire Senior Cup, στον οποίο έχασαν από την Τρανμίρ Ρόβερς με 1-0.

Έστω κι έτσι, ο Ντιν άρχισε να προσελκύει το ενδιαφέρον τοπικών ομάδων και μία από αυτές, η Πένμπι, τον έπεισε να ενταχθεί στους κόλπους της. Στη πρώτη του σεζόν, κατέκτησε το πρωτάθλημα και κατάφερε να αυξήσει κι άλλο την φήμη του, προσελκύοντας το ενδιαφέρον της Νιου Μπράιτον, που αγωνιζόταν στη Φούτμπολ Λιγκ. Παρότι η ομάδα του έδωσε την ευκαιρία να ανέβει επίπεδο, ο ίδιος αρνήθηκε, λέγοντας πως η μόνη ομάδα στην οποία θα υπέγραφε, ήταν η Έβερτον!

Αυτό το όνειρο δεν έμελλε να εκπληρωθεί άμεσα κι έτσι δύο σεζόν αργότερα, έχοντας μείνει στάσιμος και εκτός της προσοχής των «Ζαχαρωτών», αποφάσισε να δεχθεί την πρόταση της Τρανμίρ. Μαζί της υπέγραψε το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο και κατάφερε να παραιτηθεί από τη δουλειά του, για να κάνει αυτό που πραγματικά αγαπούσε, για τα διπλά μάλιστα λεφτά από αυτά που έπαιρνε μέχρι τότε.

Αν και βρισκόταν σε νέα ομάδα και υψηλότερο επίπεδο, ο Ντιν κατάφερε να εντυπωσιάσει ξανά κι έτσι, στη δεύτερη σεζόν, ύστερα από έναν αγώνα με την Άσινγκτον, ο πρόεδρος της Τρανμίρ, είχε κανονίσει εν αγνοία του να συναντήσει εκπροσώπους των Νιούκαστλ, Άστον Βίλα, Τσέλσι, Άρσεναλ και Μπέρμιγχαμ, οι οποίοι ήθελαν να τον πείσουν να μεταγραφεί στις ομάδες τους. Ούτε αυτή η ευκαιρία όμως ήταν ικανή να τον πείσει για το επόμενο βήμα, αφού ο 17χρονος τότε Ντιν, απέρριψε όλες τις προτάσεις που είχε, ελπίζοντας πως η Έβερτον δεν θα αργήσει να τον προσεγγίσει.

Η υπομονή του «ανταμείφθηκε» στο τέλος της σεζόν 1924/25, όταν η ομάδα της καρδιάς του, του έκανε επιτέλους την πρόταση για την οποία αγωνιζόταν τόσα χρόνια, εκπληρώνοντας την υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό του μερικά χρόνια πριν. Το 1926, όντας παίκτης της Έβερτον πλέον, o Ντιν κάλεσε την σύντροφο του για μια βόλτα με τη μηχανή στη βόρεια Ουαλία κι εκεί είχαν ένα ατύχημα το οποίο τον άφησε αναίσθητο για 36 (!) ώρες και τον άφησε σοβαρά τραυματισμένο στο σαγόνι και στο κεφάλι. Τόσο σοβαρά που ο γιατρός της ομάδας που τον επισκέφθηκε στο νοσοκομείο, επέστρεψε σε αυτή με κακά νέα κρίνοντας πως ο παίκτης δεν θα μπορούσε να ξαναπαίξει ποδόσφαιρο.

Φυσικά έκανε λάθος, μιας και ο Ντιν επέστρεψε μόλις 15 εβδομάδες μετά τον τραυματισμό του και συνέχισε κανονικά να αγωνίζεται. Μάλιστα όχι απλά επέστρεψε, αλλά κατάφερε να κληθεί και στην εθνική ομάδα την ίδια περίοδο. Η σεζόν 1927/28 ήταν με διαφορά η καλύτερη στην καριέρα του, μιας και από τα 102 γκολ που είχε σκοράρει η ομάδα σε όλες τις διοργανώσεις, τα 82 τα είχε βάλει αυτός! Τα 60 από αυτά, τα έβαλε στο πρωτάθλημα «κατακτώντας» το ρεκόρ για τα περισσότερα γκολ σε μία σεζόν στην πρώτη κατηγορία, ρεκόρ το οποίο μέχρι και σήμερα δεν έχει ξεπεράσει κανείς.

Στις 18 Φεβρουαρίου του 1931, όσο ήταν ακόμα παίκτης της Έβερτον και της εθνικής ομάδας της Αγγλίας, ο Ντιν μυήθηκε στον Ελευθεροτεκτονισμό στη στοά Randle Holme, στο Μπίρκενχεντ. Στα «Ζαχαρωτά» παρέμεινε μέχρι το 1937, όταν κι αποχώρησε για τη Νοτς Κάουντι, ενώ αργότερα έγινε γνωστό πως εκείνη την περίοδο ενδιαφερόταν γι’ αυτόν και η μεγάλη αντίπαλος της ομάδας που αγαπούσε, η Λίβερπουλ. Συνέχισε να αγωνίζεται μέχρι το 1940, «κρεμώντας» τα παπούτσια του σε ηλικία 33 ετών. Εκτός από τη Νοτς Κάουντι, αγωνίστηκε στην ιρλανδική Σλάιγκο Ρόβερς, ενώ τελευταίος «σταθμός» στην καριέρα του ήταν η Χαρστ. Μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας, διατηρούσε την παμπ «Dublin Packet» στο Τσέστερ.

Το Μάρτιο του 1980 όμως, η μοίρα επιφύλασσε ένα τέλος για τον Ντιν, βγαλμένο από ταινία. Συγκεκριμένα, την πρώτη μέρα εκείνου του μήνα, παραβρέθηκε στο Γκούντισον Παρκ ύστερα από χρόνια, που δεν το είχε επισκεφθεί λόγω προβλημάτων υγείας, για να παρακολουθήσει ένα «Merseyside derby». Κατά τη διάρκεια του αγώνα υπέστη καρδιακό προσβολή και απεβίωσε μέσα στο γήπεδο, στο οποίο ως παιδί είχε ορκιστεί ότι θα καταφέρει να αγωνιστεί ως παίκτης. Ίσως αυτό να ήταν κι ένα ταιριαστό τέλος, γιατί όχι μόνο τα κατάφερε, αλλά έφτασε να μεγαλουργήσει και να περάσει στην ιστορία του συλλόγου ως ένας αξεπέραστος θρύλος.