Γιατί αξίζει να δεις το «Μπέκαμ» στο Netflix

Όσοι ποδοσφαιρόφιλοι δεν έχουν δει ακόμα το «Μπέκαμ» του Netflix, θα χαρούν να μάθουν πως υπάρχουν αρκετοί λόγοι για να το πράξουν άμεσα.

Το ντοκιμαντέρ του Netflix προσφέρει μία σφαιρική ματιά στην πολυσχιδή ζωή του Ντέιβιντ Μπέκαμ, από την καριέρα του σε συλλογικό και διεθνές επίπεδο μέχρι τη σχέση του με τη Βικτόρια Άνταμς –η οποία είναι και μία εκ των βασικών αφηγητών– και γενικότερα το star quality που τον συνόδευε πάντα και παντού και οδήγησε στον σχηματισμό και στη γιγάντωση του brand name του. Μεγάλο ατού είναι τα πρόσωπα που εμφανίζονται και μιλάνε για τον σπουδαίο Άγγλο μέσο, στα οποία συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων οι Γκάρι Νέβιλ, Ρίο Φέρντιναντ, Σερ Άλεξ Φέργκιουσον, Πολ Σκόουλς, Ρομπέρτο Κάρλος, Φάμπιο Καπέλο, Λουίς Φίγκο… μέχρι και οι Φλορεντίνο Πέρεθ και Ρονάλντο Ναζάριο.

Επίσης, σημαντικό είναι το γεγονός ότι τόσο η δημόσια ζωή του Ντέιβιντ, όσο και της συζύγου του Βικτόρια, βιντεοσκοπούνταν από νωρίς λόγω της δημοσιότητάς τους, αλλά και οι ίδιοι φρόντισαν (ίσως διαβλέποντας ότι κάποια στιγμή θα τους χρειαζόταν) να συλλέξουν υλικό από την προσωπική τους ζωή, το οποίο παρουσιάζεται σήμερα για πρώτη φορά. Με τον τρόπο αυτό, προσφέρονται τεράστιες δυνατότητες από άποψη μοντάζ, με τις συνεχείς εναλλαγές ανάμεσα στις κινήσεις του «Μπεκς» στον αγωνιστικό χώρο, τα flashback από τότε που τον μαγνητοσκοπούσε ο πατέρας του να παίζει μπάλα σε παιδικές ομάδες, τις σκέψεις του στα αποδυτήρια της Γιουνάιτεντ, τη συμπεριφορά του όταν ήταν στο οικείο περιβάλλον του σπιτιού του, και τον αναστοχασμό που κάνει ο τωρινός, ώριμος εαυτός του. Ο Άγγλος αστέρας γίνεται έτσι κατά κάποιον τρόπο «διάφανος», αφού μία κάμερα τον συνοδεύει, ηθελημένα και μη, σχεδόν σε κάθε βήμα της μέχρι τώρα ζωής του. Αυτό το στοιχείο είναι ιδιαίτερα πρωτότυπο, και δεν θα μπορούσε παρά να αφορά το ζευγάρι που ουκ ολίγες φορές παρομοιάστηκε με το βασιλικό ζεύγος της χώρας τους ως προς τη δημοφιλία και την ακτινοβολία!

μπέκαμ netflix

Το ντοκιμαντέρ περιστρέφεται γύρω από τέσσερις άξονες: τα πρώτα βήματα και την επιτυχία του Μπέκαμ στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, την εθνική Αγγλίας και την κόκκινη κάρτα (στην οποία θα επανέλθω) στο Μουντιάλ του 1998, την Ρεάλ Μαδρίτης, και το σβήσιμο σε ΛΑ Γκάλαξι, Μίλαν και Παρί Σεν-Ζερμέν. Σ’ αυτό το σημείο, αξίζει να ειπωθεί ότι ξεκίνησε από μια εργατική οικογένεια του Λονδίνου, και, όπως φαίνεται στο ντοκιμαντέρ, καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία του έπαιξε η επιμονή του πατέρα του να τον μετατρέψει σε μία ποδοσφαιρική μηχανή. Πρόκειται, λοιπόν, για έναν άνθρωπο το αστέρι του οποίου άρχισε να αστράφτει στο βιομηχανικό Μάντσεστερ, έμελλε όμως και να κατακτήσει τη Μαδρίτη, το Λος Άντζελες, το Μιλάνο, το Παρίσι, και είμαστε βέβαιοι ότι δεν θα σταματούσε εκεί αλλά θα εξαπλωνόταν σε κάθε μεγάλη πόλη, όπου χτυπάει η καρδιά του σύγχρονου κόσμου, αν δεν τον πρόδιδε το σώμα του το 2013, όταν και κρέμασε παπούτσια σε ηλικία 38 ετών.

Κι αυτό γιατί ο Μπέκαμ ήταν ο πρώτος ποδοσφαιριστής που δεν ήταν… ποδοσφαιριστής, αλλά ένα παγκόσμιο σύμβολο, η έκφραση μίας νέας εποχής αφενός του δημοφιλέστερου αθλήματος στον κόσμο και αφετέρου του καπιταλισμού. Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να περιγράψει κανείς τι ήταν ο Μπέκαμ σε όσους δεν τον έζησαν από τα λόγια του Φλορεντίνο Πέρεθ, όταν τον ανακοίνωσε στους «Γκαλάκτικος» της Ρεάλ, σύμφωνα με τον οποίο ο Άγγλος πρέσβευε κάθε στοιχείο του μεταμοντερνισμού. Ο μεταμοντερνισμός ήταν ένα φιλοσοφικό και πολιτιστικό ρεύμα στα τέλη του 20ού αιώνα, ο οποίος στόχευε να αποσταθεροποιήσει έννοιες όπως η συμπαγής ταυτότητα, η παρουσία σε έναν σταθερό χωροχρόνο, η καθολικότητα του νοήματος, και γενικότερα αυτό που όριζε ως τα «μεγάλα αφηγήματα» της προηγούμενης εποχής, του μοντερνισμού.

ρεάλ ρονάλντο

Ο Μπέκαμ συγκέντρωνε πράγματι όλα αυτά τα στοιχεία, χάρη στον συνδυασμό ότι αφενός ήταν φανταστικός ποδοσφαιριστής και αφετέρου… όμορφος. Αξιοποιώντας αυτές τις δύο ιδιότητες δημιούργησε στο Μάντσεστερ της δεκαετίας του ’90 –το star system του οποίου μονοπωλούσαν τότε μουσικές μπάντες όπως οι Oasis, οι Stone Roses, οι Happy Mondays και οι New Order– την έννοια του ποδοσφαιριστή-σταρ, του αθλητή που οδηγάει τα ακριβότερα αμάξια, ντύνεται με τα ακριβότερα ρούχα, φοράει τα ακριβότερα ρολόγια, και ταυτόχρονα προσέχει την εμφάνισή του, οδηγώντας μεταξύ άλλων στη δημιουργία του όρου «μετροσέξουαλ». Ο Μπέκαμ άρχισε σταδιακά να διαφημίζει εμπορικά τις μάρκες που επέλεγε αρχικά ως καταναλωτής στην καθημερινότητά του, απλώς επειδή από μικρός ονειρευόταν να βγάζει αρκετά χρήματα για να τις αγοράσει. Όπως αφοπλιστικά απάντησε ο ίδιος όταν ρωτήθηκε αν είναι ο πλουσιότερος αθλητής της Αγγλίας: «Ναι, αλλά όχι από το ποδόσφαιρο».

Γιατί ο Μπέκαμ δεν ήταν απλώς ποδοσφαιριστής, αλλά brand name. Ήταν μοντέλο, ήταν ηθοποιός, σελέμπριτι, πρότυπο, είδωλο. Ναι, ήταν όλα αυτά ταυτόχρονα, όλα αυτά μαζί. Διαφήμιζε ό,τι μπορούσε να φανταστεί κανείς, εμφανιζόταν δημόσια με αλλοπρόσαλλες ενδυματολογικές επιλογές (όπως εκείνο το σαρόνγκ) και επέλεγε ανορθόδοξους χρωματικούς συνδυασμούς, ενώ πήγε μέχρι και ξυπόλυτος σε τηλεοπτική συνέντευξη. Ο Άγγλος αστέρας έσπασε το στερεότυπο του μέχρι τότε ποδοσφαιριστή, που δεν μπορούσε να είναι «σκληρό αντράκι» στο γήπεδο, αλλά και ταυτόχρονα «γόης» που ανταγωνίζεται στο γήπεδό τους τους καλλιτέχνες και τις λοιπές mainstream διασημότητες. Πρόσεχε την εμφάνισή του και ταυτόχρονα ήταν τολμηρός στις επιλογές του, και γενικότερα συμμετείχε στο μεγάλο παιχνίδι της «κουλτούρας», της showbiz, με τους δικούς του όρους.

μπέκαμ netflix

Και δεν χρειαζόταν να κάνει κάτι ιδιαίτερο –άλλωστε δεν φημιζόταν για τη ρητορική του ικανότητα–, αλλά αρκούσε απλά να χαμογελάσει στην κάμερα. Δεν υπήρχε κούρεμα που να μη δοκίμασε και να μην του πήγαινε. Τον Μπέκαμ τον αγαπούσαν φυσικά οι άντρες οπαδοί των ομάδων όπου έπαιξε, μα το σημαντικότερο ήταν ότι άνοιξε μία καινούργια για τους μέχρι τότε ποδοσφαιριστές αγορά, αυτή των γυναικών, μπαίνοντας σε κάθε είδους περιοδικά, κάνοντας εμφανίσεις σε τηλεοπτικές εκπομπές, και όντας φυσικά ο σύζυγος της αγαπημένης «Poch Spice» του girl band των Spice Girls. Γι’ αυτό ο Φλορεντίνο Πέρεθ, ο πρόεδρος της «Βασίλισσας», ερωτηθείς γιατί αγόρασε τον Μπέκαμ, απαντά απρόθυμα μα ρεαλιστικά ότι: «Όταν ήρθε ο Μπέκαμ, τριπλασιάστηκαν τα έσοδά μας».

Όλα αυτά μπορεί να μοιάζουν δεδομένα για τους ποδοσφαιριστές στη μετά-CR7 εποχή, τότε όμως ήταν πρωτόφαντα. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στους συμπαίκτες του «Μπεκς» στη Γιουνάιτεντ ή στους υπόλοιπους «Γκαλάκτικος» της Ρεάλ Μαδρίτης για να καταλάβει τι εννοούμε. Δεν υπήρχε κανείς άλλος που να μπορεί να το «κάνει σαν τον Μπέκαμ». Κι όλα αυτά για να πούμε ότι, αν ίσχυε μία φορά για τον Τζορτζ Μπεστ το, «αν ήμουν άσχημος, κανείς δεν θα ήξερε τον Πελέ», για τον ίδιο ίσχυε χίλιες, όχι επειδή ήταν χίλιες φορές καλύτερος από τον Μπεστ, αλλά γιατί είναι χίλιες φορές πιο υποτιμημένος στη συνείδηση των απανταχού ποδοσφαιρόφιλων, κυρίως διότι έχει επικρατήσει πως ήταν κάποιος που δεν έδινε την απαιτούμενη σημασία στο ποδόσφαιρο, που ασχολιόταν περισσότερο με το «φαίνεσθαι» και όχι με την «ουσία» και το «είναι», ότι ήταν ένα «what if». Κι όμως, στην πραγματικότητα, ισχύει το ακριβώς αντίθετο.

μπέκαμ netflix

Όπως ειπώθηκε ήδη, ο Μπέκαμ ήταν ένας μοναδικός παίκτης, οι ποιότητές του δεν είχαν εμφανιστεί για καιρό προτού έρθει στο προσκήνιο και τολμώ να πω ότι δεν υπήρξε ούτε μετά κάποιος που να συγκεντρώνει πάνω του όλες αυτές τις ποδοσφαιρικές αρετές, πέρα ίσως από τον Μέσι, δηλαδή το νέο απόκτημα της ομάδας του, της Ίντερ Μαϊάμι. Συστήθηκε στην Πρέμιερ Λιγκ με ένα γκολ από το δικό του μισό του γηπέδου. Κατέκτησε έξι Πρέμιερ Λιγκ, δύο FA Cup, ένα Τσάμπιονς Λιγκ (και φυσικά ένα τρεμπλ), μία Λα Λίγκα, ένα γαλλικό πρωτάθλημα (το πρώτο της Παρί ύστερα από 19 χρόνια), και δύο MLS. Και, πράγματι, το τελευταίο ήταν το μεγαλύτερο κατόρθωμα στην καριέρα του, διότι ο Μπέκαμ πήγε στην Αμερική και τους ΛΑ Γκάλαξι και έφτασε να κατακτήσει τίτλο με την ίδια λογική που ένας καμένος με το Football Manager ξεκινάει save με την ομάδα από το χωριό του παππού του και καταλήγει να περάσει σε τίτλους τη Ρεάλ. Όμως, το απόρθητο κάστρο γι’ αυτόν, όπως και για πολλούς συμπατριώτες του, ήταν ένα μείζον κύπελλο με την εθνική Αγγλίας.

Κι αυτό είχε τεράστια σημασία για τον Μπέκαμ. Γι’ αυτό και –κάτι που αγνοούσα μέχρι να δω το ντοκιμαντέρ– όταν ήταν 23 χρονών και εκπροσωπούσε την Αγγλία εναντίον της Αργεντινής στο Μουντιάλ του ’98, δηλαδή στην πιο πατριωτικά φορτισμένη αναμέτρηση εθνικών ομάδων (βλέπε Φόκλαντ και «Χέρι του Θεού»), η κόκκινη κάρτα που πήρε για την ανόητη κλοτσιά στον Ντιέγκο Σιμεόνε είχε τέτοιον αντίκτυπο στη ζωή του, που οποιοσδήποτε άλλος παίκτης στη θέση του θα είχε σταματήσει χωρίς δεύτερη σκέψη το ποδόσφαιρο. Οι Άγγλοι τον μίσησαν τόσο για την πράξη που θεώρησαν ότι οδήγησε στον αποκλεισμό τους από το Παγκόσμιο Κύπελλο, ώστε όλοι οι δημοσιογράφοι τον έβριζαν στα μούτρα του, έξω από τις παμπ κρεμούσαν από θηλιές ομοιώματά του με τη φανέλα της εθνικής, όταν περπατούσε στους δρόμους του Μάντσεστερ τον έσπρωχναν, τον έβριζαν και τον έφτυναν, και στα γήπεδα της Πρέμιερ Λιγκ τον γιούχαραν και τραγουδούσαν υβριστικά συνθήματα εναντίον του για σχεδόν έναν χρόνο!

αγγλία 1998

Σ’ αυτό το σημείο χρειάζεται να γίνει μία αναφορά, την οποία στο ντοκιμαντέρ κάνει ο Ρίο Φέρντιναντ. Εκείνη την εποχή η ψυχική υγεία δεν είχε αποκτήσει ακόμα την ίδια ορατότητα και δεν συγκέντρωνε την ίδια ευαισθητοποίηση και ενημέρωση με σήμερα. Ούτε οι σύλλογοι διοργάνωναν καμπάνιες για τη θέση της ψυχικής υγείας στην κοινωνία ούτε μιλούσε κανείς για την ψυχική υγεία των αθλητών και συγκεκριμένα των ποδοσφαιριστών. Έτσι, ο «Μπεκς» θα ήταν εντελώς μόνος του σε όλο αυτό, αν δεν είχε στο πλάι του τους δύο πύργους της ζωής του, τις δύο μεγάλες πατρικές φιγούρες, δηλαδή τον βιολογικό του πατέρα και τον Σερ Άλεξ. Χάρη σ’ αυτούς και φυσικά στη σύζυγό του και την υπόλοιπη οικογένεια, με κάποιον μαγικό τρόπο κατάφερε να βγει αλώβητος μέσα από όλο αυτό, και να φτάσει τελικά να γίνει αρχηγός της εθνικής Αγγλίας.

Και μιας και αναφερθήκαμε στον πατέρα του, στον άνθρωπο που τον «έχτισε», είναι επίσης σημαντικό να αναφερθεί ότι ο Άγγλος αστέρας αντεπεξήλθε στο γενικευμένο μίσος των ομοεθνών του ενάντια στο πρόσωπό του, σ’ αυτή την ομολογουμένως πίστα godlike δυσκολίας, χάρη στην ταξική του καταγωγή και τη νοοτροπία της εργατικής τάξης, με την οποία ήταν από παιδί εμποτισμένος και την οποία δεν έπαψε στιγμή να κουβαλά σημαία στην καριέρα και τη ζωή του. Ήταν αυτή η working-class νοοτροπία που τον έκανε να σφίξει τα δόντια απέναντι στα δύσκολα, να σκύψει το κεφάλι και να συνεχίσει να κάνει τη δουλειά του όσο πιο καλά μπορεί, σαν βιολιστής που συνεχίζει να παίζει ατάραχος μουσική σε καράβι που βυθίζεται. Και, επί τη ευκαιρία της αναφοράς της διαδρομής του Μπέκαμ με την εθνική Αγγλίας, αξίζει να δει κανείς ΤΙ ΕΚΑΝΕ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ στο Αγγλία-Ελλάδα για τα προκριματικά του Μουντιάλ του 2004, την πρώτη φορά που φόρεσε το περιβραχιόνιο, σε μια αναμέτρηση που κρινόταν η πρόκριση της χώρας του και σε μια εμφάνιση που χαρακτηρίστηκε ως η ίσως καλύτερη ατομική επίδοση παίκτη σε έναν αγώνα στην ιστορία του ποδοσφαίρου!

μπέκαμ netflix

Ο Μπέκαμ ήταν ο λόγος που έγινα Γιουνάιτεντ. Κι όμως, τώρα, βλέπω καθαρά πως τότε ούτε εγώ ήμουν σε θέση να εκτιμήσω τη μοναδικότητα του ποδοσφαιρικού του ταλέντου, απλώς διότι δεν είχα μέτρο σύγκρισης και επαρκή πληροφόρηση. Ναι, σήμερα είναι της μόδας να μνημονεύουμε –και δικαιολογημένα– θρύλους όπως ο Σκόουλς, οι οποίοι ίσως στην εποχή τους δεν έλαβαν την εκτίμηση και τον σεβασμό που τους αναλογούσε. Αλλά ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι τότε υπήρχε ένας παίκτης που υπερτερούσε σε όλα σε σύγκριση με οποιονδήποτε άλλον στο αγγλικό πρωτάθλημα, τον οποίο σήμερα τείνουμε –αντίστροφα– να υποτιμάμε, να θεωρούμε ότι όλος ο ντόρος γύρω από το όνομά του αφορούσε ένα και μόνο χαρακτηριστικό του παιχνιδιού του: την ακρίβεια με την οποία έστελνε την μπάλα εκεί που ήθελε.

Ο Ντέιβιντ Μπέκαμ όμως ήταν και είναι πολύ περισσότερα από την μπαλιά και το σουτ του, ακόμα κι αν ισχύει πως στο συγκεκριμένο κομμάτι δεν μπορούσε να τον συναγωνιστεί κανείς…