Ίαν Ράιτ: Στήθος μάρμαρο, καρδιά σαράβαλο

Ο Ίαν Ράιτ, μέσω της ποδοσφαιρικής του καριέρας, πήρε πίσω ένα μικρό μέρος των βασανισμένων παιδικών του χρόνων, που ευτυχώς δεν τον στιγμάτισαν για μια ζωή.

Γούλιτς, Λονδίνο, 1960-1970. Ιστορικά κτήρια και γύρω εγκατάλειψη, θλιβερά μαγαζιά, η αιθαλομίχλη σε φτωχαίνει κι άλλο. Βιομηχανική ζώνη, μπλουτζίν, τα λιγοστά δέντρα σπαράζουν γυμνά. Ανάπλαση, εργοτάξια παντού υπόσχονται καλύτερο μέλλον: «Σύντομα κοντά σας». Δεν υπάρχει χρόνος για «Beatlemania», η εργατική τάξη παλεύει να μην κλείσει το εργοστάσιο όπλων, που δίνει δουλειά σε ολόκληρη τη συνοικία. Το εργοστάσιο που βάφτισε την Άρσεναλ. Μα οι πιο τραγικές ιστορίες βιώνονται υπόκωφα πίσω από κλειστά παντζούρια. Πιο πέρα, σ’ ένα χαμόσπιτο στη γειτονιά του Μπρόκλι, ένα δωμάτιο όλο κι όλο, ζει κάτι σαν οικογένεια. Τζαμαϊκανή μάνα, τρεις γιοι, μια κόρη, πατριός. Έξι νομά σ’ ένα δωμά. Ο πατέρας πήγε για τσιγάρα. Ο πατριός θεόρατος, τζογαδόρος, μαστουριάρης. Όταν βλέπει «Match of the Day», ο μικρός Ίαν πρέπει να κολλήσει το κεφάλι στην ξεφτισμένη πορτοκαλί ταπετσαρία και να κοιτάει τον τοίχο. Αν κρυφοκοιτάξει, ο πατριός γκαρίζει. Κι όταν προσπαθεί να στραγγαλίσει τη μάνα τους, ο μεγαλύτερος Μορίς καλύπτει τα αυτιά του Ίαν. Και τα τρία αγόρια σ’ ένα ράντσο, ο Ίαν στη μέση. «Απαγορευόταν να ακουμπήσω τον Μορίς ή τον Νίκι». Δεν έβλεπε, δεν άκουγε, δεν ακούμπαγε.

Η μπάλα στην τηλεόραση κομμένη, κι έτσι έπαιζε στις αλάνες του νοτιοανατολικού Λονδίνου, κάτω από πινακίδες «ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΜΠΑΛΑ» και μπαμπάδες που τράβαγαν σουγιά και σου ’σφαζαν την μπάλα αν ακούμπαγε το αμάξι τους. Απ’ την άλλη, μπορούσε να παρακολουθεί ελεύθερα τον ρατσιστικό οχετό του Αλφ Γκαρνέτ για τους «αράπηδες» στο BBC. Η δόλια μάνα έπρεπε κάπου να τα βγάλει, έδερνε τον Ίαν. Μα πιο πολύ τον πλήγωναν τα λόγια της. «Ίαν, μακάρι να σ’ είχα ρίξει». «Βούλωσ’ το, μαύρη αγελάδα», η τάχα σκληρή απάντηση, κι έτρεχε έξω απ’ το σπίτι. Άραγε ήταν ένας τρόπος να του ζητήσει συγγνώμη που τον έφερε στον κόσμο;

γούλιτς 1960

Ξέδινε μόνο όταν πήγαινε στις ξαδέρφες του, που τον φώναζαν «μικρό Πελέ». Μα δε θα ’παιζε επαγγελματικό ποδόσφαιρο μέχρι τα 22 του χρόνια. Δεν κατάφερνε να βρει το break του. Θες η απόρριψη που βίωσε παιδί και δεν τον άφηνε να ονειρευτεί, θες που ’ταν μικροκαμωμένος, οι επιστολές ομάδων με αρνητικές απαντήσεις έφταναν η μια μετά την άλλη. Κάποια στιγμή θα πει στον παιδικό φίλο και μετέπειτα συμπαίκτη, τον μακαρίτη Ντέιβιντ Ρόκασλ ή «Ρόκι», που έπαιζε ήδη επαγγελματικά, «Δεν αντέχω άλλο, θα τα παρατήσω». «Έχουν κάνει λάθος», απάντησε, «συνέχισε να προσπαθείς. Είσαι καλύτερος απ’ τους αντιπάλους μου».

Στη λογοτεχνική πλοκή, όπως στη ζωή, τα εγχειρίδια συμβουλεύουν να προσθέτεις μια στιγμή όπου όλα μοιάζουν χαμένα για τον χαρακτήρα σου, ένα «σημείο μηδέν». Ο Ίαν είχε μετατραπεί σε θερμοκέφαλο οπαδό της Μίλγουολ, έπαιζε ξύλο και κάθε φορά γλίτωνε στο τσακ τη φυλακή. Μέχρι τα 19. Στο κελί, ένιωσε πως τα ’χασε όλα. Έξω, τον περίμεναν γυναίκα και παιδί. Έπρεπε κάτι να κάνει. Κάτι. Μα, όπως θέλει το τραγούδι: «The darkest hour is just before dawn».

Παράτησε το ποδόσφαιρο. Αποφάσισε να μάθει μια τέχνη. Χτίστης, σοβατζής, τελικά συντηρητής σε εργοστάσιο. Βρήκε την ευτυχία του, ξέχασε το ποδόσφαιρο. Τίμιος βιοπαλαιστής, του έφτανε. «A working class hero is something to be», τραγουδούσε με επιτυχία ο Τζον Λένον.

ίαν ράιτ

Μέχρι που ο Μπίλι Σμιθ, προπονητής της Ντάλιτς Άμλετ, τον έδειξε στον ομόλογό του της Κρίσταλ Πάλας, Στιβ Κόπελ. «Κοίτα αυτό το παιδί, έχει ταλέντο». «Πόσο είναι;» «22». Του φάνηκαν πολλά, τα είχε ξανακούσει αυτά. Πάντα για κάποιο λόγο δεν έχεις βρει ομάδα σ’ αυτή την ηλικία, κάποιο λάκκο έχει η φάβα. «Αν είναι τόσο καλός, γιατί παίζει Κυριακές πρωί και πλακώνεται με θαμώνες παμπ για το παραμικρό;». Στο δοκιμαστικό, όλοι ψαρωμένοι, νευρικοί, αυτός χαλαρός, οριακά αδιάφορος. Δεν είχε τίποτα να χάσει. Στην πραγματικότητα, είχε πάψει να ονειρεύεται. Μα το ’χε ακόμα. «Τι τρέχει; Όλα όσα ψάχνεις σ’ έναν επιθετικό, πάνω του. Θέλει πολλά χρόνια στην ακαδημία για να φτιάξεις τέτοιο παίκτη, αλλά ο Ίαν μοιάζει να γεννήθηκε έτοιμος», σκεφτόταν ο Κόπελ. Λίγες μέρες μετά, συνειδητοποιώντας τι είχε δει, έφτασε στην αντίληψη ότι ο Ράιτ είχε τα φόντα να παίξει μέχρι και στην εθνική Αγγλίας!

Απ’ το «σημείο μηδέν», μπορείς να πας μόνο πάνω. Έτσι κι έγινε. Ξαναγεννήθηκε. Πρώτο συμβόλαιο, 100 λίρες τη βδομάδα. Σκέφτηκε, σαν εργάτης βγάζω εκατόν πέντε λίρες, αλλά χαλάλι. Θα ’κανε αυτό που αγαπούσε περισσότερο, κι αυτό αρκούσε. Και θα τα ’δινε όλα. Όπως όταν έβαλε δυο γκολ με την Πάλας στον τελικό των πλέι-οφ ανόδου στην πρώτη κατηγορία, ή κόντρα στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στον τελικό του FA Cup, κι ας μην είχε αναρρώσει πλήρως από σπασμένο πόδι. Πήγε την Πάλας 3η στο πρωτάθλημα. Και μετά, μεταγραφή-ρεκόρ στην Άρσεναλ!

ίαν ράιτ

Ντεμπούτο με Λέστερ. Στην εξέδρα του κάνουν καζούρα: «What a waste of money». Με την πρώτη ευκαιρία τους τιμωρεί. Στο εξής, τηλεπαθητικό ντουέτο με τον ήδη κολλητό του, τον «Ρόκι», κρεμάσματα στους αντίπαλους πορτιέρε, φαντασία, εκρηκτικότητα, και οι μέρες κυλάνε με το χρυσό δόντι ν’ αστράφτει στα χαμόγελα που μοιράζει απλόχερα. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα σαν τη συνεννόηση δυο παιδικών φίλων στο γήπεδο, κάνει μπαμ απ’ την αλάνα μέχρι τον τελικό Μουντιάλ.

Τη νύχτα που υπέγραψε στην Άρσεναλ, ο Ίαν πήγε στου «Ρόκι». Ξαγρύπνησαν, με τον νέο του συμπαίκτη να του εξηγεί για ώρες πόσο σημαντικό είναι το North London Derby. «Απαγορεύεται να χάσεις απ’ αυτούς. Βάλ’ τους γκολ, και θα ’σαι για πάντα θρύλος της Άρσεναλ». Λίγα χρόνια μετά, το 2001, η ενός λεπτού σιγή για τον Ρόκασλ έτυχε να τηρηθεί στο ντέρμπι με την Τότεναμ. Στις τάξεις των οπαδών των «Σπιρουνιών», δεν ακούστηκε κιχ. Από δω και πέρα, ο Ράιτ βάδιζε μόνος. Με τα ερυθρόλευκα, έβαλε συνολικά τέσσερα γκολ στους μεγάλους αντιπάλους.

«Για σκέψου, δυο παιδιά απ’ το Μπρόκλι, ο ένας με το “8” κι ο άλλος με το “7” στην πλάτη, πάνε και γίνονται θρύλοι της Άρσεναλ. Στο ντεμπούτο μου με τη Σαουθάμπτον, ο Ντέιβιντ [Ρόκασλ] έβαλε ένα κι εγώ έκανα χατ-τρικ. Το καλύτερο 90λεπτο της ζωής μου. Δεν μπορώ να το ξεπεράσω ότι έφυγε τόσο νωρίς από καρκίνο. Ήταν μόλις 33. Είναι ο λόγος που είμαι Άρσεναλ. Όταν έρχονται και μου λένε ότι εγώ είμαι ο λόγος που στηρίζουν Άρσεναλ, νιώθω περήφανος γιατί θυμάμαι τον καλύτερό μου φίλο».

ρόκασλ

Πατρίδα τα παιδικά μας χρόνια, κι αυτά που έζησες δεν τ’ αποβάλλεις έτσι απλά. Με πρόφαση τη βίαιη κουλτούρα που επικρατούσε στο ποδόσφαιρο των 90s, ο Ράιτ έκρυψε το τραύμα σε κοινή θέα. Τα ξεσπάσματα θυμού στο γήπεδο συχνά, μα τότε κανείς δεν ήξερε πόθεν προέρχονταν.

Ο μικρός Ίαν ίσως να μην έβρισκε ποτέ τον δρόμο του. Σε προχωρημένη ποδοσφαιρική ηλικία, οι πιθανότητες ήταν ακόμα εναντίον του. Έμοιαζε να ’χασε το τρένο. Μα η ιστορία του είχε από μηχανής θεό. Ο δάσκαλος Σίντνεϊ Πίγκντεν αφιέρωσε τη ζωή του στην καλυτέρευση αυτής των φτωχόπαιδων του Μπρόκλι. Δάσκαλος απ’ αυτούς που θεωρούν δουλειά τους να φτιάξουν ανθρώπους. Απέδειξε ότι δεν χρειάζεται να πετάς πολεμικά αεροσκάφη ενάντια στους Ναζί για να ’σαι ήρωας, αλλά καλού κακού, το έκανε κι αυτό. Ο κύριος Πίγκντεν έπεισε τον μαθητή του ότι δεν είναι καμένο χαρτί, όπως τον έκανε να πιστεύει το περιβάλλον του, ότι είναι σημαντικός και μια μέρα το αστέρι του θα λάμψει. Σήμερα, το μόνο που έμεινε να τον θυμίζει, μια τιμητική πλακέτα στη γειτονιά του Λιούισαμ. Αυτό, και τα παιδιά που διέπλασε, όπως ο Ίαν.

Τον έμαθε γράμματα, του ’δειξε τη ζωή, μα στο μεταξύ του άνοιξε τα μάτια και στην μπάλα. Τον έμαθε να σκοράρει με φινέτσα. «Ίαν, μη σουτάρεις με τόση δύναμη. Δες πού είναι ο τερματοφύλακας. Δες πού είναι ο κενός χώρος. Ο Τζίμι Γκριβς πασάρει την μπάλα στα δίχτυα. Τα σπουδαία γκολ, Ίαν, είναι αυτά που ο τερματοφύλακας δεν κουνιέται καν, γιατί δεν έχει ελπίδα να φτάσει την μπάλα». Γι’ αυτό τού αφιέρωσε το γκολ με την Έβερτον το 1993. Κι εκείνος παραδέχτηκε: «Αυτό είναι τέχνη. Τώρα το ’πιασες».

Χρυσό Παπούτσι, Πρέμιερ Λιγκ, FA Cup, Λιγκ Καπ, Κύπελλο Πρωταθλητριών, τα κέρδισε όλα. Από 19χρονος με ποινικό μητρώο, μπήκε στο Πάνθεον της Πρέμιερ Λιγκ και ονομάστηκε Παίκτης του Αιώνα για την Κρίσταλ Πάλας. Μα το κυριότερο, μπορούσε πια να γυρίσει σπίτι, να βυθιστεί στον καναπέ, να ανάψει την τηλεόραση και να δει τα γκολ του στο «Match of the Day». «Την πρώτη φορά που με κάλεσαν παρουσιαστή στην εκπομπή, ο Ντες Λίναμ είπε, “Ίαν Ράιτ, καλωσόρισες στο Match of the Day”. Παραλίγο να ξεσπάσω σε κλάματα».

ίαν ράιτ

Πρόσφατα, ο Ράιτ έγραψε: «Σήμερα, όταν περπατάω στο δρόμο, μερικοί με φωνάζουν “μπάρμπα”. Ο μπάρμπας μοιράζει αποστάγματα σοφίας σε ανθρώπους με σκοτούρες. Στόχος μου, να κάνω το ποδόσφαιρο πιο προσβάσιμο στους ανθρώπους. Πέρασα μεγάλο μέρος της ζωής μου θυμωμένος, έτρεχα ν’ ανακτήσω το χαμένο έδαφος. Ίσως τώρα, όταν με δείτε στην τηλεόραση να χαμογελάω, να καταλάβετε ότι δεν γεννήθηκα με το χαμόγελο. Το κέρδισα».

Μέχρι σήμερα, ο Ίαν γελάει πιο δυνατά και πατάει πιο γερά, μοιάζει η χαρά της ζωής. Κάτω απ’ την τραγιάσκα, κρυμμένη πίσω απ’ το χαμόγελο νικητή, κρύβει μια ιστορία σπαραχτική. Κάπως επιβίωσε, κάπως πέτυχε. Μα η καρδιά του το ξέρει. Στήθος μάρμαρο, καρδιά σαράβαλο.

Στον Αποστόλη, με την ελπίδα ότι μια μέρα θα αλλάξει ομάδα…