Μια τούφα γρασίδι

Στη γειτονιά μου λένε πως ένα γράμμα χωρίζει τη φαβέλα από τη φανέλα. Στην πραγματικότητα, τα γράμματα στο αλφάβητο ανάμεσα στο βήτα και το νι είναι «10», σαν τον αριθμό στη φανέλα μου. Όμως, στη ζωή μου, με κάποιον μυστήριο αλλά και μαγικό τρόπο όλα άρχισαν από το γράμμα άλφα.

Ο Άρης Κοτζαμπάσογλου έφυγε πρόσφυγας επί Χούντας για την Αυστραλία. Εκεί, το ποδόσφαιρο ήταν ο τρόπος προσαρμογής και ένταξής του στην κοινότητα των παιδιών της ηλικίας του. Ήταν η μόνη κοινή γλώσσα που μπορούσε να μοιραστεί με τους συνομηλίκους του. Οι σωματικές του ικανότητες του επέτρεψαν να εκπροσωπήσει τη νέα του πατρίδα ακόμα και σε διεθνές επίπεδο, όμως ήταν το μυαλό του που του άνοιξε τον δρόμο προς την προπονητική.

Αναλαμβάνοντας αρχικά τις εθνικές ομάδες παίδων, εφήβων και ελπίδων, δοκίμασε τις θεωρίες που ανέπτυσσε μικρός κουβεντιάζοντας με τον πατέρα του όταν έβλεπαν στην τηλεόραση ευρωπαϊκούς αγώνες τα βράδια λόγω της διαφοράς ώρας. Σύντομα, κρίθηκε έτοιμος ν’ αναλάβει την εθνική ανδρών, κι αυτό που ακολούθησε δεν το φανταζόταν ούτε το πιο φιλόδοξο «Σόκερου»: η κούπα του Ασιατικού Κυπέλλου, και μία πρόταση για το καλύτερο πρωτάθλημα του κόσμου, το αγγλικό.

Στους «Πετεινούς» της Τότεναμ, ο Κοτζαμπάσογλου κλήθηκε να καταφέρει το ακατόρθωτο: να δώσει τέλος σε μία άτιτλη λειψυδρία είκοσι και πλέον ετών. Εκείνη την εποχή, ο πατέρας μου είχε κατάθλιψη και το μοναδικό πράγμα που «έκανε» ήταν να βλέπει τα παιχνίδια της Τότεναμ. Είχε κάνει μετανάστης σ’ ένα εργοστάσιο κάπου στην Αγγλία, την εποχή που την εθνική απάρτιζαν οι Ντάνι Ρόουζ, Κάιλ Γουόκερ, Ντέλε Άλι, Χάρι Κέιν – όλοι παίκτες του συλλόγου του Βόρειου Λονδίνου. Έκτοτε, ακόμα κι όταν επαναπατρίστηκε, δεν έχανε αγώνα. Μόνο τότε, όταν καμιά φορά τον πετύχαινα μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή, έσκαγε ένα δειλό, συγκρατημένο χαμόγελο, κι όταν αντιλαμβανόταν την παρουσία μου -εγώ μονίμως μ’ ένα τόπι στο χέρι έτοιμος ν’ αμολυθώ στους δρόμους για να παίξω με τα παιδιά- με φώναζε κοντά του. «Έλα δω, δες τους να μάθεις λίγη μπάλα».

γουόκερ κέιν

Εκείνες τις φορές έσπαγε τη σιωπή του και μου μιλούσε για το «ελεύθερο, ολοκληρωτικό, ρέον ποδόσφαιρο» που εφάρμοζε ο Κοτζαμπάσογλου στα «Σπιρούνια», για να επιστρέψει έπειτα στην απαραβίαστη σιωπή που τον χαρακτήριζε όσο τον θυμάμαι. Ήταν το επιθετικό πνεύμα σε συνδυασμό με την αξιοποίηση των ταλέντων από τις ακαδημίες που οδήγησαν την Τότεναμ του Κοτζαμπάσογλου στην εγκαθίδρυση μίας νέας ηγεμονίας στη χώρα που γέννησε το ποδόσφαιρο. Μέχρι που, όταν τα είχε κατακτήσει πια όλα, αποφάσισε να κάνει το πιο παράδοξο και συνάμα παράτολμο βήμα: να προπονήσει την Εθνική Ελλάδος – όπως όμως δήλωσε εξ αρχής: «Υπό όρους».

Εγώ τότε ήμουν ένας πιτσιρικάς που όταν δεν είχε μάθημα όργωνε τις τοπικές πλατείες άλλοτε με αυτοσχέδιες μπάλες –από χάρτινες συσκευασίες για πορτοκάλαδα και τσίγκινα κουτάκια Coca-Cola μέχρι συμπιεσμένες σελίδες τετραδίου δεμένες γύρω γύρω με ταινία– και σπανιότερα με αληθινές, κανονικές, ποδοσφαιρικές. Μία φορά είχα μια ολοκαίνουργια μπάλα που μου την είχε αγοράσει η μάνα μου απ’ τον «Δεληκάρη», κι η πλατεία Αμερικής μάς φαινόταν εκείνη τη μέρα Μαρακανά – κι ας είχαμε για τέρματα τις σχολικές μας τσάντες· όμως, κάποια στιγμή έπεσε στα πόδια ενός γέρου που καθόταν στο παγκάκι, κι αυτός την πήρε παραμάσχαλα, έβγαλε έναν σουγιά από την τσέπη, και την έσφαξε. Στενοχωρήθηκα λίγο, αλλά συνεχίσαμε να παίζουμε μ’ ό,τι βρίσκαμε μπροστά μας. Μία άλλη φορά η στρογγυλή θεά μάς έφυγε στην Αχαρνών και την έλιωσε ένα αμάξι – δεν είχε σημασία: Το παιχνίδι συνεχίστηκε. Τα γόνατά μας ήταν μονίμως ματωμένα από τα τάκλιν και τα σουρσίματα στο μάρμαρο, το τσιμέντο και το χώμα, κι αυτή ήταν η μοναδική απόδειξη ότι τα ’χαμε δώσει όλα για την ομάδα, για το παιχνίδι.

τούφα γρασιδι

Εκείνη την εποχή, λοιπόν, ο Κοτζαμπάσογλου ανέλαβε την Εθνική Ελλάδος υπό τον όρο ότι η Ομοσπονδία θα του ’δινε τον χρόνο, τους πόρους και το ελεύθερο να εξερευνήσει κάθε άτυπο λημέρι όπου παιζόταν μπάλα σε κάθε γωνιά της Ελλάδας για να ξεδιαλέξει τα μεγαλύτερα ταλέντα απ’ όλη την επικράτεια και να τα εντάξει σε νεοσύστατα παραρτήματα για τις ακαδημίες της εθνικής με σκοπό σε βάθος δεκαετίας να συγκροτήσει «από τα κάτω», όπως είπε, τη δυνατότερη ομάδα που θα είχε δει η χώρα – τουλάχιστον στη μετά-2004 εποχή.

Οραματιζόταν να ξανακάνει την Ελλάδα μεγάλη ποδοσφαιρική δύναμη και, αν και πολλοί τον χαρακτήρισαν από «ρομαντικό ουτοπιστή» μέχρι «τρελό για δέσιμο», εκείνος επέμεινε στο σχέδιό του να χρησιμοποιήσει σαν πρώτη ύλη το αγνό, ατιθάσευτο, σπινθηροβόλο πάθος του κάθε παιδιού να πραγματοποιήσει τ’ όνειρό του να αγωνιστεί σ’ ένα αληθινό γήπεδο και σε μία επίσημη διοργάνωση. «Το ποδόσφαιρο είναι το άθλημα του λαού», έλεγε, «και, γι’ αυτό, πρέπει να επιστρέψει σ’ αυτόν. Πρέπει να παρακάμψουμε τα διαβρωμένα, διεφθαρμένα και ανεπαρκή συστήματα με τα οποία επιλέγουν παίκτες οι ομάδες, που λειτουργούν ως ιδιωτικές επιχειρήσεις, για να προσφέρουμε ίσες ευκαιρίες σε όλα τα παιδιά να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους και να αξιοποιήσουν στο έπακρο την ποδοσφαιρική τους δυναμική».

Κάπως έτσι, σύντομα άρχισαν να στήνονται σε κάθε χώρο που λειτουργούσε ως γήπεδο Επιτροπές Αξιολόγησης Ταλέντων, όπως αποκαλούνταν, από την πιο άγονη νησίδα της παραμεθορίου μέχρι την πιο πυκνοκατοικημένη σφηκοφωλιά της μεγαλούπολης. Αποτελούνταν από τρία μέλη η καθεμία: έναν δημόσιο υπάλληλο, έναν «κριτή ικανοτήτων και δυνατοτήτων» –που ήταν κατά κανόνα άνθρωπος εμπιστοσύνης του Κοτζαμπάσογλου– και έναν εξωτερικό εμπειρογνώμονα, που ήταν άνθρωπος της αγοράς. Οι επιτροπές ήταν μετρημένες, γι’ αυτό προγραμμάτιζαν και ανακοίνωναν περιοδείες ανά νομό και όλοι οι ενδιαφερόμενοι-επίδοξοι μπαλαδόροι δήλωναν συμμετοχή. Έτσι αποφεύγονταν και οι διπλές καταγραφές, με την κατάρτιση Μητρώου Υποψήφιων Ποδοσφαιριστών.

τούφα γρασιδι

Αν δεν σε επέλεγαν, μπορούσες να κριθείς εκ νέου από επιτροπή μετά την παρέλευση διετίας. Κάθε επιτροπή παρέμενε σε έναν χώρο για τρεις ημέρες, ενώ την τρίτη ημέρα η αξιολόγηση γινόταν παρουσία του ίδιου του Κοτζαμπάσογλου. Η επιτροπή έφερνε πάντα μαζί της μία επίσημη μπάλα για τη διεξαγωγή του διαγωνισμού, ο οποίος χωριζόταν σε τρία μέρη: το ατομικό την πρώτη ημέρα, όπου ένας παίκτης εξεταζόταν ως προς τις εξατομικευμένες δεξιότητές του με την μπάλα· το ομαδικό τη δεύτερη, όπου τα παιδιά κρίνονταν σε έναν «κανονικό» αγώνα ποδοσφαίρου· και τη μεικτή εξέταση των επιλέκτων την τρίτη.

Τη μέρα που η επιτροπή θα έστηνε το τραπεζάκι της στο γκέτο, άνοιξα τα μάτια μου για να συνειδητοποιήσω ότι δεν είχε ακόμη ξημερώσει, κι ένας κόμπος ανέβαινε από το στομάχι προς το στήθος μου. Κάθε φορά που έχω παίξει μπάλα μέχρι σήμερα ήταν μία προπόνηση για αυτήν τη μέρα, συνειδητοποίησα. Κατέβασα τα πόδια μου από το πλάι του κρεβατιού, φόρεσα παπούτσια κι έδεσα τα κορδόνια με ευλάβεια. Ντρεπόμουν λίγο γι’ αυτό, αλλά η μόνη φανέλα που είχα να βάλω ήταν μία του Ριτσάρλισον στην Τότεναμ, ιμιτασιόν, δώρο του πατέρα μου.

«Μπορεί να μην έχει βάλει πολλά γκολ μέχρι στιγμής, αλλά εσύ να θυμάσαι από πού ξεκίνησε και πού έφτασε» με ορμήνεψε ο γέρος μου, γνωρίζοντας καλά ότι εγώ θα προτιμούσα να φοράω το «10» με το όνομα του Κέιν. Είχα ακούσει ότι κάποτε υπήρχε ένα «R9» πολύ πιο ένδοξο στη «Σελεσάο», αλλά ο πατέρας μου θεωρούσε πως κάθε εποχή οφείλει να εφευρίσκει τα δικά της σύμβολα. Ριτσάρλισον, λοιπόν, ας είναι, σκέφτηκα και κίνησα για την αλάνα.

ριτσάρλισον

Όταν έφτασα στο «γήπεδο», η νέα μέρα είχε αρχίσει να γεννιέται μέσα απ’ το κόκκινο του ήλιου που μάτωνε τον ερεβώδη χθεσινοβραδινό ουρανό. Αν και Ιούνιος, ένας ψυχρός αέρας γέμιζε τα κενά ανάμεσα σε καθετί το υλικό κι εκτατό, με αποτέλεσμα, όσοι είχαμε μαζευτεί, ν’ αρχίσουμε να κλοτσάμε μία μπάλα φούτσαλ στο μισοσκόταδο για να ζεσταθούμε. Σύντομα, ένα βανάκι πάρκαρε προσεκτικά στη γωνία, κι από μέσα βγήκε ένας ωχρός κύριος με μουστάκι, κασκέτο και γυαλιά, με τη ζώνη του παντελονιού σφιγμένη γύρω απ’ τον αφαλό και δύο στιλό, ένα κόκκινο κι ένα μπλε, στο τσεπάκι του πουκαμίσου του· ένας μεσήλικας με φόρμα που μάσαγε με μανία τσίχλα και θύμιζε προπονητή· κι ένας κοστουμάτος που η ενέργειά του υποδείκνυε ότι έπρεπε να βρίσκεται σε άλλα εκατό μέρη αυτήν τη στιγμή εκτός από εδώ ακριβώς όπου βρισκόταν τώρα, και που στην αρχή με άγχωσε, ύστερα όμως τον αγνόησα.

Ο μυστακοφόρος έβγαλε ένα πτυσσόμενο τραπεζάκι από το πορτ-μπαγκάζ, όμως τελικά ο προπονητής ήταν αυτός που το μετέφερε και το έστησε στο κέντρο της νοητής γραμμής της αλάνας, σε μια ευθεία από το σημείο όπου κανονικά θα διαγραφόταν η σέντρα. Ο δημόσιος υπάλληλος τοποθέτησε μια καρέκλα σχολικής τάξης πίσω απ’ το τραπέζι και με σβέλτες κινήσεις αράδιασε πάνω του μία σειρά από πολύ επίσημους φακέλους, γραφική ύλη και σφραγίδες, αλλά και μία φωτογραφία των παιδιών του και μία εικόνα της Παναγίας, μετατρέποντάς το σε κανονικό γραφείο δημόσιας υπηρεσίας. Κάποια στιγμή ο άνεμος πήρε μερικά χαρτιά κι εκείνος τα κυνήγησε εμβρόντητος, για να τα σταθεροποιήσει ύστερα με ένα γυάλινο πρες παπιέ. Όταν άρχισε να ξεπροβάλλει ο ήλιος, παρήγγειλε στον ράθυμο οδηγό, που λαγοκοιμόταν ακούγοντας ραδιόφωνο, να εγκαταστήσει μία ομπρέλα παραλίας δίπλα στο γραφείο του. Στις οκτώ ακριβώς ξερόβηξε καθαρίζοντας τον λαιμό του, κι άρχισε χωρίς καθυστέρηση να φωνάζει με αλφαβητική σειρά τα ονόματά μας.

τούφα γρασιδι

Όταν πήραμε παρουσίες –και, πράγματι, δεν έλειπε ούτε ένας απ’ όσους είχαν δηλώσει συμμετοχή– ο προπονητής έφερε μία μπάλα, της οποίας την περίμετρο ο υπάλληλος μέτρησε με μία ειδική μεζούρα, για να ελέγξει ύστερα την πίεση του αέρα της, για την οποία πήγε να διατυπώσει μία επιφύλαξη, όμως τελικά, κάτω απ’ το επικριτικό βλέμμα του προπονητή και τα στρεσογόνα ξεφυσήματα του κοστουμάτου, δήλωσε πως, «Βρίσκεται εντός του προβλεπόμενου ορίου». Έπειτα, λοιπόν, αρχίσαμε τις ατομικές επιδείξεις: ντρίμπλα από τη μία άκρη του χώρου στην άλλη, αλλαγή κατεύθυνσης, ανταλλαγή πασών με τον προπονητή, εκτέλεση πέναλτι (με τον προπονητή στο τέρμα) και, στο τέλος, ελεύθερη έκφραση.

Τα πήγα σε όλα καλά, όμως το καλύτερο το φύλαγα για το τέλος, όταν και παρουσίασα για πρώτη φορά τα κόλπα-σήματα κατατεθέν μου, δηλαδή την υποδοχή-κοντρόλ της μπάλας με τη μύτη του παπουτσιού, που παραμένει κολλημένο στο έδαφος, γέρνοντας λίγο προς τα πίσω για να της επιτρέψω να σκαρφαλώσει προς το γόνατο και να κατέβει στον κουντεπιέ για να την τινάξω ύστερα προς την επιθυμητή κατεύθυνση και, φυσικά, τη δικής μου επινόησης ντρίμπλα, στην οποία υποδέχτηκα μία δυνατή πάσα με κοκκαλωμένο το εξωτερικό του δεξιού μου ποδιού, αφήνοντας όμως την μπάλα να περάσει από πάνω του, γλείφοντας τα κορδόνια μου, για να την κοντρολάρω τελικά με το εσωτερικό του αριστερού και να προσπεράσω με ελιγμό τον αμυνόμενο που είχε φύγει προς την αντίθετη κατεύθυνση – κάτι που πάντοτε αποπροσανατόλιζε τους αντιπάλους και, όπως αποδείχθηκε, ο προπονητής δεν αποτέλεσε εξαίρεση.

Ύστερα, έδειξα και την παραλλαγή της, με το δεξί πόδι να κινείται εξωτερικά προς την κατεύθυνση της ερχόμενης μπάλας, σκάβοντάς την ελαφρά κι επιτρέποντάς της να αναπηδήσει προς το αριστερό. Ο δημόσιος υπάλληλος είχε ένα ύφος αποδοκιμαστικό, όμως ο προπονητής χαμογέλασε και μου ’πε, «Πού τα σκέφτηκες αυτά, ρε μπαγάσα», υπαγορεύοντας έπειτα στον πρώτο τον βαθμό μου, «Δέκα», τον οποίο εκείνος κατέγραψε υπάκουα δίπλα στο όνομά μου, με την υποσημείωση, «Έχει ποδοσφαιρικό μυαλό και καινοτόμες ιδέες που θα βοηθήσουν να εξελιχθεί το άθλημα». Το εταιρικό στέλεχος μιλούσε όλη την ώρα στο iPhone του, όμως για μια στιγμή στράφηκε προς τον προπονητή κι ύψωσε τον αντίχειρά του δείχνοντας ότι επιδοκίμαζε την κρίση του.

τούφα γρασιδι

Όταν γύρισα σπίτι και δήλωσα στον πατέρα μου ότι πέρασα την πρώτη φάση, εκείνος χαμογέλασε, σηκώθηκε με δυσκολία από το κρεβάτι και πήγε στο γραφείο του προπάππου του. Άνοιξε τη σκονισμένη βιβλιοθήκη και πήρε στα χέρια του ένα μικρό ξύλινο κουτάκι που ήταν κρυμμένο στο ράφι πίσω από μερικά πολύ παλιά βιβλία. Ύστερα, μου το έδωσε. Το άνοιξα και έμεινα κατάπληκτος όταν διαπίστωσα ότι δεν είχε μέσα παρά μια τούφα γρασίδι. Σήκωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα. «Είναι απ’ το Γουάιτ Χαρτ Λέιν», μου είπε γεμάτος υπερηφάνεια, «το έκοψα με το χέρι μου ύστερα από έναν αγώνα. Τώρα είναι δικό σου».

Αυτή η κίνηση του πατέρα μου με εμψύχωσε τόσο που οι επόμενες δύο ημέρες κύλησαν με περισσή ευκολία, αφού στο ομαδικό, παρασυρμένος από τον άνεμο, σημείωσα ένα τέρμα σπάνιας ομορφιάς, ξεκινώντας ν’ ανταλλάσσω πάσες από τη σέντρα με τον παλιόφιλό μου, τον Μαμαντού, μέχρι να μου δώσει ασίστ και να στείλω την μπάλα εκεί όπου –κανονικά– θα υπήρχαν δίχτυα μ’ ένα πλασέ στην αντίθετη γωνία. Έτσι, περάσαμε κι οι δύο στην τελική φάση.

Την τρίτη ημέρα, στο μεικτό, είχαμε μείνει τέσσερις επιλεχθέντες και περιμέναμε με ανυπομονησία την εμφάνιση του Κοτζαμπάσογλου. Όταν εκείνος τελικά εμφανίστηκε, ρώτησε τα ονόματά μας και ζήτησε να του πούμε με δυο λόγια γιατί θέλουμε να γίνουμε ποδοσφαιριστές. Δεν είχα προλάβει να σκεφτώ κάτι έξυπνο για ν’ απαντήσω όταν έφτασε η σειρά μου και, κάπως ντροπαλά, του είπα, «Για να με βλέπει ο πατέρας μου στην τηλεόραση». Εκείνος γέλασε και μου απάντησε, «Απ’ ό,τι ακούω για σένα μάλλον δεν θα σε δείχνουν τα ελληνικά κανάλια παρά μόνο τις Τετάρτες. Έλα, λοιπόν, δείξε μου την περιβόητη ντρίμπλα σου».

Διαβάστε επίσης για το πώς η αναγεννημένη Ουνιόν Σεν-Ζιλουάζ τα πάει περίφημα, αν κι έχει κόψει πια τους δεσμούς της με την Μπράιτον!