Οι Άγγλοι που (δεν) πήραν τη Χρυσή Μπάλα

Σε σχεδόν 70 χρόνια ιστορίας μόλις πέντε φορές έχουν κατακτήσει Άγγλοι τη Χρυσή Μπάλα, σε έναν όχι πάντα δίκαιο θεσμό.

Λιονέλ Μέσι, «número ocho». Ο μαγικός αριθμός «oκτώ», στον οποίον έφτασε ο Αργεντίνος αστέρας πριν λίγες ημέρες, φαντάζει εξωπραγματικός όταν μιλάμε για τη… Χρυσή Μπάλα. Μαζί με τον Κριστιάνο Ρονάλντο (5 κατακτήσεις) φυσικά, θέτουν ένα υψηλότατο όριο, που δύσκολα θα κατακτήσουν άλλοι ποδοσφαιριστές. Η συνύπαρξή τους και η πίεση που ασκούσαν ο ένας στον άλλον να γίνουν καλύτεροι, τους έκαναν να χάσουν την πρωτιά μόλις δύο φορές τα τελευταία 15 χρόνια!

Ο κύκλος αυτών των δυο σπουδαίων ποδοσφαιριστών όμως πια έκλεισε. Εκτός συγκλονιστικού απροόπτου τουλάχιστον. Το 2007, όταν ο Κακά έπαιρνε τη Χρυσή Μπάλα, λίγοι φαντάζονταν ότι έπρεπε να φτάσουμε στο 2018 για να το κατακτήσει άλλος ποδοσφαιριστής πλήν των Μέσι και Ρονάλντο, και συγκεκριμένα ο Λούκα Μόντριτς. Δεν είναι ακριβώς αντικειμενικό ότι ο Κροάτης υπήρξε πραγματικά ο καλύτερος ποδοσφαιριστής στον κόσμο τότε. Ούτε φυσικά ο Κακά, ούτε ο Φάμπιο Καναβάρο έναν χρόνο πριν. Ο κάτοχος της Χρυσής Μπάλας, δεν είναι πάντα ο καλύτερος ποδοσφαιριστής του κόσμου σε ένα έτος. Είναι ο πιο «καυτός» ποδοσφαιριστής εκείνη την χρονιά. Κάπου εδώ θα βάλουμε μια άνω τελεία και θα μπούμε στο κύριο θέμα του κειμένου.

χρυσή μπάλα

Ο θεσμός της Χρυσής Μπάλας, ξεκίνησε από το France Football το μακρινό 1956, στην προσπάθεια του να αποδώσει ένα επιπλέον κύρος στο ποδόσφαιρο, που μόλις ξεκινά να συνέρχεται από τα πλήγματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Από τότε, μέχρι και το 1995, ο συγκεκριμένος θεσμός, αφορούσε μόνο Ευρωπαίους ποδοσφαιριστές. Μάλιστα ο πρώτος κατακτητής ήταν Άγγλος, ο Στάνλεϊ Μάθιους. Αυτός ο θρυλικό παίκτης που μεσουρανούσε από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’60. Όχι δεν πρόκειται για κάποιο λάθος. Ο Μάθιους αγωνιζόταν σε κορυφαίο επίπεδο μέχρι τα 50 (!) του, ενώ σε ηλικία 42 ετών έκανε την τελευταία του εμφάνιση ως διεθνής με την εθνική Αγγλίας.

Οι Μπίλι Ράιτ και Ντάνκαν Έντουαρντς διεκδίκησαν τη Χρυσή Μπάλα έναν χρόνο μετά, αλλά βρέθηκαν πίσω από τον Αλφρέντο Ντι Στέφανο. Εν συνεχεία, εμφανίστηκαν και άλλοι Βρετανοί υποψήφιοι. Ο Τζον Τσαρλς με την φανέλα της Γιουβέντους το 1959, ο Τζόνι Χέινς με αυτή της Φούλαμ το 1961 και ο Τζίμι Γκρiβς της Τότεναμ το 1963. Κάνεις δεν το κατέκτησε, μέχρι που εμφανίστηκε ο «φαινομενικός» Ντένις Λο το 1964 και ο -πρόσφατα συγχωρεμένος- Μπόμπι Τσάρλτον. Ειδικά ο τελευταίος, έκανε δικό του το τρόπαιο το 1966, ενώ τερμάτισε δεύτερος το 1967 και το 1968, πίσω από τον Ούγγρο Φλοριάν Αλμπέρτ της Φερεντσβάρος και τον Βορειοϊρλανδό Τζόρτζ Μπεστ αντίστοιχα. Ο τελευταίος, μαζί με τον Μπόμπι Μουρ έκαναν τις εμφανίσεις τους στην πρώτη τριάδα των υποψηφίων, στις αρχές της δεκαετίας του ’70 και έπρεπε να φτάσουμε στα τέλη της για να εμφανιστεί ο Κέβιν Κίγκαν.

χρυσή μπάλα

Κάπου εκεί ξεκίνησε να διαφαίνεται ότι στην απονομή της Χρυσής Μπάλας, έστω και αν επρόκειτο για Ευρωπαίους ποδοσφαιριστές, κάτι δεν πάει καλά. Ο Κίγκαν, ο απόλυτος πρωταγωνιστής της Λίβερπουλ από το 1971 μέχρι και το 1977, ουδέποτε τερμάτισε στην πρώτη τριάδα της ψηφοφορίας. Οι τότε πηγές έριξαν το φταίξιμο στην ταυτόχρονη υποψηφιότητά του με παίκτες όπως οι Μπέκενμπαουερ, Κρόιφ, Μάτσολα, Μπλαχίν και Τζοφ. Άλλοι κατηγόρησαν τη… Λίβερπουλ, καθώς με τον Κίγκαν έφτασε στην κατάκτηση του Κυπέλλου UEFA δυο φορές, αλλά όχι σε αυτήν του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Έλα όμως που όταν το κατέκτησε και αυτό, είδε την «πλάτη» του Δανού Άλαν Σίμονσεν, ο οποίος αγωνιζόταν στην Μπάγερν Μονάχου.

Μετά την κατάκτηση της «κούπας με τα μεγάλα αυτιά», ο Άγγλος επιθετικός αποχώρησε από τη Λίβερπουλ για τη Γερμανία και το Αμβούργο. Και ξέρετε τι έγινε; Χρυσή Μπάλα το 1978, Χρυσή Μπάλα το 1979, χωρίς να έχει επαναλάβει ούτε στο ελάχιστο τα όσα σπουδαία έπραξε στην πατρίδα του. Μοναδικό του παράσημο ήταν η κατάκτηση της Μπουντεσλίγκα το 1979 και φυσικά η πορεία στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, όπου η ομάδα του ηττήθηκε από τη σπουδαία Νότιγχαμ Φόρεστ του Μπράιαν Κλαφ!

Η ξέφρενη πορεία του Κίγκαν σταμάτησε με την αποχώρησή του από τους Γερμανούς, όταν και επέστρεψε στην Αγγλία για τη Σαουθάμπτον. Από τότε, ξεκίνησε να παρατηρείται το φαινόμενο της «έκλειψης» των πραγματικά σπουδαίων Βρετανών ποδοσφαιριστών. Μετά τις «αναλαμπές» του Κένι Νταλγκλίς το 1983 και του Γκάρι Λίνεκερ τρία χρόνια αργότερα, έπρεπε να περάσουν δέκα χρόνια (!) και να έρθει ο Άλαν Σίρερ (1996) να τερματίσει τρίτος πίσω από το «Φαινόμενο» Ρονάλντο και τον Λιβεριανό Ζορζ Γουεά, ο οποίος έναν χρόνο πριν, ανάγκασε το France Football, να τροποποιήσει τον θεσμό.

Μέχρι και το 1994, μόνο Ευρωπαίοι ποδοσφαιριστές είχαν την τιμή να λάβουν τη Χρυσή Μπάλα. Αυτός ο θαυματουργός «μάγος» από την Αφρική, αποτέλεσε την αφορμή ώστε το γαλλικό περιοδικό να «συγχωνεύσει» το βραβείο με το αντίστοιχο της FIFA (FIFA World Player of the Year) ώστε να δώσει ακόμα μεγαλύτερη αίγλη στην ύψιστη αυτή τιμή. Το 1999, στη νέα της πλέον μορφή, η Χρυσή Μπάλα παραδόθηκε στον Ριβάλντο, έχοντας αφήσει τον Ντέιβιντ Μπέκαμ στην δεύτερη θέση και το 2001 έγινε το μεγάλο «μπαμ» με τον Μάικλ Όουεν να χρίζεται ως ο καλύτερος ποδοσφαιριστής του πλανήτη σε ηλικία μόλις 21 ετών!

χρυσή μπάλα

Τέσσερα χρόνια αργότερα, Φράνκ Λάμπαρντ και Στίβεν Τζέραρντ έμειναν στην δεύτερη και τρίτη θέση αντίστοιχα πίσω από τον Ροναλντίνιο και από τότε Βρετανός ποδοσφαιριστής δεν εμφανίστηκε ξανά στην τριάδα. Ο Γουέιν Ρούνεϊ έμεινε πέμπτος το 2011 και όπως δείχνουν τα πράγματα επικρατέστερος για να διεκδικήσει ξανά ενεργά τη Χρυσή Μπάλα μοιάζει, κατά την ταπεινή μου άποψη, ο Τζουντ Μπέλιγχαμ, που εντυπωσιάζει με την φανέλα της Ρεάλ Μαδρίτης.

Αφού κλείσαμε την ιστορική μας αναδρομή, πάμε με μια πιο ολοκληρωμένη ματιά να δούμε την αλήθεια. Ο Κίγκαν, ήταν πράγματι για ένα διάστημα ο καλύτερος ποδοσφαιριστής στον κόσμο. Σε δυο αγωνιστικές σεζόν (1972-74), έπαιξε 125 (!) παιχνίδια, ενώ στην θητεία του στη Λίβερπουλ, ποτέ δεν έπεσε κάτω από τις 40 συμμετοχές ανά σεζόν. Κατέκτησε μαζί της τρία πρωταθλήματα και τρία ευρωπαϊκά σε μία εξαετία και μόνο στην τελευταία του χρονιά, που κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητρίων, έφτασε μέχρι την δεύτερη θέση της Χρυσής Μπάλας, ωστόσο κατά την διάρκεια της απονομής, είχε ήδη γίνει παίκτης του Αμβούργου.

Ως παίκτης των Γερμανών την κατέκτησε μετά δυο συνεχόμενες χρονιές. Το άξιζε; Την χρονική περιόδο εκείνη, όχι. Το Αμβούργο τη μια χρονιά τερμάτισε στη 10η θέση της Μπουντεσλίγκα, την επόμενη χρονιά την κατέκτησε και την μεθεπόμενη έχασε τον τίτλο από την Μπάγερν Μονάχου, έχοντας ηττηθεί παράλληλα και στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Η μοίρα του το χρωστούσε για όσα είχε καταφέρει με τη Λίβερπουλ και τελικά το βραβείο του απονεμήθηκε (κατά τύχη;) ετεροχρονισμένα.

κίγκαν λίβερπουλ

Πάμε τώρα στην περίπτωση του Όουεν. Ο σπουδαίος Άγγλος επιθετικός, ποτέ δεν συγκαταλεγόταν στους κορυφαίους του πλανήτη. Ήταν φυσικά ένα τεράστιο ταλέντο, και είχε την τύχη να «αγγίξει» τη Χρυσή Μπάλα το 2001, εξαιτίας της τρομερής πορείας της Λίβερπουλ εκείνη την χρονιά, η οποία είχε την «τάση» να κερδίζει τα τρόπαια στο «παρά πέντε». Εκείνη την χρονιά, η Λίβερπουλ κατέκτησε το FA Cup, το Λιγκ Καπ και το Κύπελλο UEFA. Στο πρώτο, στον τελικό απέναντι στην Άρσεναλ, οι «Κανονιέρηδες» είχαν το «πάνω χέρι» σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού. Το γκολ του Λιούνγκμπεργκ στο 72’ ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα ήταν και το νικητήριο του αγώνα, αλλά μέσα σε ένα πεντάλεπτο, αρχίζοντας από το 83’, ο Όουεν με ένα γυριστό σουτ και εν συνεχεία με ένα εξαιρετικό πλασέ στην εστία του Σίμαν, έκανε την ανατροπή και έδωσε το τρόπαιο στους «Κόκκινους».

Παράλληλα, είχε σημειώσει τέσσερα πολύ σημαντικά γκολ στην Ευρώπη, απέναντι σε Σλόβαν Λίμπερετς, Ρόμα και Πόρτο, βοηθώντας την ομάδα του Ζεράρ Ουγιέ να κατακτήσει και ευρωπαϊκό τίτλο και κάπως έτσι, ο 21χρονος -τότε- Όουεν έγινε το λεγόμενο «talk of the town». Μπορεί η συνέχεια στην καριέρα του να μην ήταν ανάλογη, εξαιτίας του σοκαριστικού του τραυματισμού στον αγώνα της Αγγλίας με την Σουηδία το 2006, αλλά ουδέποτε ήταν στην πραγματικότητα ο καλύτερος ποδοσφαιριστής του πλανήτη και ειδικότερα σε μια εποχή όπου μεσουρανούσαν παίκτες όπως οι Ρονάλντο, Ζιντάν, Ντελ Πιέρο, Φίγκο και Ραούλ.

Ο Όουεν έιναι το πιο τρανό παράδειγμα σε όσα ανέφερα παραπάνω: η Χρυσή Μπάλα δεν μπορεί να καθορίσει -πάντα- αντικειμενικά τον καλύτερο ποδοσφαιριστή του πλανήτη. Είναι ένας θεσμός, όπου σε ετήσια βάση, το France Football, μαζεύει 100 αθλητικούς δημοσιογράφους από τις πρώτες 100 χώρες στην κατάταξη της FIFA και εκείνοι ψηφίζουν τον ποδοσφαιριστή που δημιούργησε τον μεγαλύτερο… ντόρο εντός, και κάποιες φορές, εκτός γηπέδων. H γαλλική ιστοσελίδα-μαγκαζίνο, δημοσιεύει μια λίστα με 30 παίκτες και δίνει σε κάθε δημοσιογράφο πέντε διαθέσιμους ψήφους. Η πρώτη θέση πιάνει έξι βαθμούς, η δεύτερη τέσσερις, η τρίτη τρεις, η τέταρτη δυο και η πέμπτη έναν ψήφο.

Για τελευταία φορά, οι δημοσιογράφοι απένειμαν τον τίτλο του κορυφαίου στον Λιονέλ Μέσι, πράγμα αναμενόμενο, μετά την κατάκτηση του περυσινού Παγκοσμίου Κυπέλλου. Τώρα όμως ένας νέος κύκλος ξεκινά. Το δίπολο βγαίνει πια οριστικά από τη «συζήτηση» θα μπει πλέον το «νέο αίμα». Ο Έρλινγκ Χόλαντ της Μάντσεστερ Σίτι, ο Τζουντ Μπέλιγχαμ της Ρεάλ Μαδρίτης, ο Κιλιάν Εμπαπέ της Παρί Σεν Ζερμέν και όποιοι άλλοι μπορέσουν να τους ακολουθήσουν. Τουλάχιστον τη δεδομένη στιγμή οι Βρετανοί δείχνουν να βρίσκονται σε καλό δρόμο…