Το πολύ το… domination, το βαριέται κι ο οπαδός

Σε μία ποδοσφαιρική Ευρώπη, στην οποία μπορείς με ευκολία να προβλέψεις τις ομάδες που θα διεκδικήσουν (αν όχι θα πάρουν) το πρωτάθλημα σχεδόν κάθε χώρας, κάθε χρόνο, ο μέσος οπαδός αποζητά πια το τέλος των δυναστειών.

Σκεφτείτε να μπορούσατε να προβλέπετε την τροπή κάθε ταινίας που βλέπετε· όχι επειδή είστε τόσο εξπέρ θεατές, αλλά επειδή σχεδόν κάθε ταινία είχε το ίδιο τέλος. Θα συνεχίζατε να βλέπετε; Ίσως. Θα το ευχαριστιόσασταν το ίδιο; Αμφιβάλλω ιδιαιτέρως. Το στοιχείο της έκπληξης, η ικανότητα να πιάσεις τον θεατή απροετοίμαστο και να νιώθει πως αυτό που βλέπει είναι κάτι ξεχωριστό, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία που κάνουν τις καλές ιστορίες να ξεχωρίζουν από τις υπόλοιπες. Κι όμως, σε έναν άλλο τύπο θεάματος, στο ποδόσφαιρο, ο μέσος οπαδός παρακολουθεί μόνιμα προβλέψιμες ιστορίες.

Προσωπικά, μιας και δεν έχω καμιά σπουδαία σύνδεση με κάποια ομάδα της Πρέμιερ Λιγκ (όπως και των άλλων μεγάλων ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων) και δεν με επηρεάζει θετικά ή αρνητικά το πως τα πηγαίνει ο εκάστοτε σύλλογος, τείνω εκτός από το «θέαμα», μακροπρόθεσμα να υποστηρίζω τον πλουραλισμό στο πως διαμοιράζονται οι τίτλοι· και μπορώ να πω πως επέλεξα ένα δύσκολο δρόμο σ’ αυτήν την κούρσα.

Ο όρος της «δυναστείας» στο ποδόσφαιρο δεν είναι μοντέρνα εφεύρεση: δυναστείες έχουν αναπτυχθεί και σε εποχές πολύ πιο πίσω από την δική μας (Χάντερσφιλντ τρεις σερί φορές πρωταθλήτρια στη δεκαετία του 1920, τρεις η Άρσεναλ στη δεκαετία του 1930, πέντε σερί Κύπελλα Πρωταθλητριών η Ρεάλ Μαδρίτης στη δεκαετία του 1950), όμως το φαινόμενο πια έχει γίνει νόρμα στα περισσότερα, αν όχι όλα, πρωταθλήματα.

ρεάλ 1950

Για πολλούς και διαφορετικούς λόγους, παρότι στην Πρέμιερ Λιγκ κατεβαίνουν για το πρωτάθλημα 20 ομάδες κάθε σεζόν, μόνο δύο (χοντρά τρεις) εξ αυτών μπορούν να υποστηρίξουν πως πραγματικά το διεκδικούν. Συνήθως, είναι μία αυτή που συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες από αυτή τη μικρή «ελίτ». Ναι Μάντσεστερ Σίτι, αναφέρομαι σε σένα, με τις τέσσερις κατακτήσεις σου σε πέντε χρόνια και τις έξι σε έντεκα.

Το φαινόμενο αυτής της μονοτονίας δεν περιορίζεται μόνο στο υψηλότερο των επιπέδων. Τουλάχιστον στην Αγγλία, οι «ομάδες ασανσέρ» (yo-yo clubs) είναι άλλη μία κανονικότητα. Δίκαια τον τίτλο της μεγαλύτερης «ομάδας-ασανσέρ» παίρνει η Νόριτς, που σε τέσσερις σερί χρονιές άλλαξε κατηγορία, μάλιστα δύο φορές σαν πρώτη στην Τσάμπιονσιπ και δύο σαν τελευταία στην Πρέμιερ Λιγκ. Η Μπέρνλι, που επίσης έπεσε κατηγορία πέρυσι, είναι σε πορεία για να κατακτήσει την Τσάμπιονσιπ και να επιστρέψει αμέσως.

Λίγο παρακάτω βρίσκουμε και την τρίτη υποβιβασμένη ομάδα, Γουότφορντ, να κάνει πορεία προς τα πλέι-οφ. Η Σέφιλντ Γιουνάιτεντ ήταν μια ευχάριστη έκπληξη και φρέσκια προσθήκη στην Πρέμιερ Λιγκ, όπου έκατσε δύο χρονιές με την πολυφορεμένη συνταγή «αναπάντεχα επιτυχής πρώτη σεζόν-καταστροφική δεύτερη». Η μόνη διαφορετική παρουσία στην πρώτη εξάδα είναι η Λούτον Τάουν, που έπαιξε για τελευταία φορά στην πρώτη κατηγορία το 1991 και έκτοτε έφτασε μέχρι και την Κόνφερενς, και (μέχρι προσφάτως) η Σάντερλαντ, της οποίας η αναπάντεχη και αποκαρδιωτική κάθοδος είναι επαρκώς καταγεγραμμένη από τα στούντιο του Netflix.

οπαδός πλουραλισμός

Πίσω στην Πρέμιερ Λιγκ, η προοπτική της κατάκτησής της φέτος από την Άρσεναλ, μια ομάδα με 13 πρωταθλήματα και πολυτροπαιούχο στο FA Cup, μας φαίνεται ως μια «φρέσκια αλλαγή». Στο εξωτερικό και τα άλλα μεγάλα πρωταθλήματα, τα πράγματα παρόμοια και ενίοτε χειρότερα. Στην γερμανική Μπουντεσλίγκα, στην δεκαετία των noughties (sic) είχαν την ευκαιρία να σηκώσουν το «Meisterschale», εκτός από την Μπάγερν Μονάχου, και η Ντόρτμουντ, η Βέρντερ Βρέμης, η Στουτγκάρδη και η Βόλφσμπουργκ (και λίγο πιο πίσω, στο 1998, και η Καϊζερσλάουτερν).

Τον περασμένο Μάιο όμως, στο Μόναχο γιόρταζαν μία ολόκληρη δεκαετία απ’ όταν η Μπάγερν άρχισε να σηκώνει σερί το πρωτάθλημα κάθε χρονιάς. Σαν τον πλούσιο αυτοκράτορα που πετάει πίτουρα στους πεινασμένους υπηκόους του, όλη η υπόλοιπη ποδοσφαιρική Γερμανία αναγκάζεται να συμβιβαστεί με μία περιστασιακή κατάκτηση κυπέλλου, όταν η Μπάγερν δεν κάνει και το νταμπλ, ή με την δεύτερη θέση και τον άτυπο τίτλο της καλύτερης ομάδας που δεν λέγεται Μπάγερν!

Ένα σχεδόν παρόμοιας διάρκειας σερί απολάμβανε κι η Γιουβέντους στην Ιταλία, μέχρι που έσπασε από τις (επίσης πολυτροπαιούχες) Ίντερ και Μίλαν το 2021 και το 2022 αντίστοιχα. Το περιβάλλον στην Ισπανία είναι τόσο κεντραρισμένο στη Ρεάλ Μαδρίτης και την Μπαρτσελόνα, που μας κάνει εντύπωση σχεδόν σαν «underdog story», όταν μια φορά την δεκαετία ο τίτλος καταλήγει στην Ατλέτικο Μαδρίτης. Η τελευταία φορά που ο τίτλος κατέληξε σε πόλη εκτός της Μαδρίτης ή της Βαρκελώνης ήταν το 2004 με τη Βαλένθια, κι η τελευταία φορά που μια ομάδα χάρηκε για πρώτη φορά τον τίτλο ήταν το 2000 με την Ντεπορτίβο Λα Κορούνια, που τώρα βολοδέρνει στην τρίτη κατηγορία.

ντεπόρ 2000

Στην Γαλλία, με το τέλος της δυναστείας της Λιόν προ 15αετίας, το πρωτάθλημα για έξι σερί χρόνια όχι μόνο άλλαζε σταθερά ομάδες, αλλά και πόλεις (Λυών, Μπορντό, Μαρσέιγ, Λιλ, Μονπελιέ, Παρίσι). Δυστυχώς, ακολούθησε η δυναστεία της ζάμπλουτης Παρί Σεν Ζερμέν, η οποία μέχρι σήμερα έχει κάνει μόνο δύο πρόχειρα «διαλείμματα» από τις Μονακό και Λιλ.

Τα πράγματα δεν διαφέρουν πολύ κοιτώντας και στα πρωταθλήματα λιγότερο εμπορικών χωρών, όπου υπάρχουν μονοπώλια κι ολιγοπώλια, άλλοτε μοντέρνα κι άλλοτε αρκετά ιστορικά. Στην Ολλανδία όποτε «τυχαίνει» να μην πάρει πρωτάθλημα ο Άγιαξ, αυτό θα καταλήξει είτε στη Φέγενορντ, είτε στην Αϊντχόφεν. Στην Πορτογαλία υπάρχουν μόνο η Μπενφίκα και η Πόρτο (με την Σπόρτινγκ σαν ξεχασμένη τρίτη). Η Αυστρία μονοπωλείται από την Ρεντ Μπουλ Σάλτσμπουργκ, η Σερβία… ολιγοπωλείται από την Παρτιζάν και τον Ερυθρό Αστέρα, στην Τουρκία το big-3 της Κωνσταντινούπολης, αν και πέρασε κρίση, εξακολουθεί να μην έχει σταθερά σοβαρό αντίπαλο. Η Σκωτία ίσως είναι η επιτομή του φαινομένου κι η ιστορικότερα μακρύτερη έκφρασή του: καμία ομάδα που δεν λέγεται Σέλτικ ή Ρέιντζερς δεν έχει πάρει το πρωτάθλημα τις 37 τελευταίες φορές που δόθηκε ένα, ενώ αυτές οι δύο ομάδες κατέχουν το 85% των πρωταθλημάτων από το 1891 μέχρι και σήμερα!

old firm

Για κάποιον σαν εμένα, όλα τα παραπάνω είναι μια μικρή κόλαση. Πιστεύω πως τα πρωταθλήματα δεν θα έπρεπε να είναι έτσι, αλλά πιο ανταγωνιστικά και φιλόξενα σε ίσες ευκαιρίες προς τις μικρότερες ομάδες.

Η κατάσταση στην Αγγλία δεν έχει φτάσει σε τόσο τραγικό επίπεδο ώστε η Μάντσεστερ Σίτι να κερδίζει χαλαρά κάθε πρωτάθλημα: πήρε δύο από τα τελευταία τέσσερά της με μόλις έναν βαθμό πάνω από τη Λίβερπουλ, οπότε σε αρκετές χρονιές υπάρχει έστω μια μάχη μέχρι το τέλος για το ποιός από τους δύο γίγαντες θα προσθέσει ακόμη ένα πρωτάθλημα στην τροπαιοθήκη του. Ούτε αυτό όμως είναι πάντα η αλήθεια: το 2018 η Σίτι είχε 19 βαθμούς διαφορά από τον δεύτερο, το 2020 η Λίβερπουλ πήρε το πρωτάθλημα με διαφορά 18 βαθμών και η Σίτι ξανά το 2021 με 12.

Κάντε ένα like στη σελίδα μας στο facebook, αν δεν το έχετε ήδη κάνει!

Οτιδήποτε ζει αρκετά για να γίνει συνήθεια, δεν μπορεί παρά να χάσει έστω κομμάτι της αξίας του. Με πόση χαρά, εκστασιασμό και καλώς εννοούμενη δυσπιστία μπορεί να αντιδράσει κάποιος που έχει συνηθίσει στην επιτυχία; Τον τελευταίο Μάιο η Μάντσεστερ Σίτι κέρδισε το πρωτάθλημα με έναν… ταινιακό τρόπο, αρχικά ούσα πίσω στο σκορ με 0-2 από την αδιάφορη Άστον Βίλα, πριν σκοράρει τρια γκολ σε έξι λεπτά προς το τέλος της αναμέτρησης και σώσει τους τρεις βαθμούς που χρειαζόταν για να αφήσει δεύτερη τη Λίβερπουλ.

Στα πανηγύρια που ακολούθησαν συμπεριλήφθηκαν εισβολή φιλάθλων στο χορτάρι, γαλάζιοι πυρσοί, αγκαλιές και φυσικά η στέψη των νικητών. Από αρκετές απόψεις, η μέρα είχε πολλά κοινά με αυτήν που έδωσε το πρωτάθλημα στην Σίτι πριν δέκα χρόνια στο ίδιο γήπεδο. Κατά τη γνώμη μου όμως, δεν υπάρχει σοβαρή σύγκριση μεταξύ των δύο.

οπαδός πλουραλισμός

Χωρίς να είμαι παρών στο Έτιχαντ εκείνη τη μέρα του περασμένου Μαΐου, οι εικόνες των εκστασιασμένων οπαδών δεν με πείθουν στον βαθμό που θα περιμένει κανείς όταν βλέπει φιλάθλους να εισβάλουν στο χορτάρι για να πανηγυρίσουν τίτλο. Συγκρίνοντας τις εικόνες με αυτές του 2012, διακρίνω αρκετά διαφορετική ένταση στις αντιδράσεις όλων.

Το 2012, η Μάντσεστερ Σίτι ήταν η παραμελημένη δεύτερη ομάδα του Μάντσεστερ, για δεκαετίες μακριά από τη δόξα των άλλων μεγάλων του Νησιού, που πλέον με την νέα ιδιοκτησία μπορούσε να ελπίζει ότι θα καταφέρει να πάρει κι αυτή ένα κομμάτι της πίτας. Το 2022 είναι ο ενοχλητικός δυνάστης, η ομάδα που «έχει» περισσότερο από τον καθένα και δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τους πόρους της για να βεβαιώσει όσο περισσότερο γίνεται ότι κανείς άλλος δεν θα έχει την ευκαιρία να νιώσει όπως αυτή το 2012.

Το ακόμη πιο ανησυχητικό στοιχείο είναι πως δεν πρόκειται για την μοναδική ομάδα που ξοδεύει όσα περισσότερα μπορεί εις βάρος των υπολοίπων (και κυρίως των μικρότερων), αλλά ότι όλο και περισσότεροι ακολουθούν το παράδειγμά της, όπως η Τσέλσι, που ξαναζεί στιγμές 2003, αλλά και η Νιουκάστλ με το νέο καθεστώς ιδιοκτησίας, που την καθιστούν τον πλουσιότερο σύλλογο στον κόσμο!

οπαδός πλουραλισμός

Αυτή τη στιγμή, οι φίλαθλοι της απολαμβάνουν ακόμη το στάτους του underachiever για την ομάδα τους. Οι «Καρακάξες», παρά το ιστορικό τους μέγεθος και την σχεδόν μόνιμη παρουσία τους στην μεγάλη κατηγορία, αγνοούν οποιοδήποτε εγχώριο τρόπαιο από το 1955, με πέντε πια χαμένους τελικούς κυπέλλων και δύο δεύτερες θέσεις στην Πρέμιερ Λιγκ στην χρυσή εποχή της δεκαετίας του 1990. Στον πρόσφατο τελικό του Λιγκ Καπ υπήρξαν οπαδοί της που έκλαιγαν από συγκίνηση – η τελευταία φορά που είχαν την ευκαιρία να παίξουν στο Γουέμπλεϊ ήταν τον Απρίλιο του 2000, 23 χρόνια και μια ολική ανακατασκευή πριν το σήμερα.

Μια δική μου εκτίμηση είναι πως κανένας φίλαθλος της Μάντσεστερ Σίτι, της Λίβερπουλ ή της Τσέλσι δεν θα είχε σήμερα την ίδια αντίδραση αν η δική του ομάδα έφτανε στον τελικό ενός δευτερεύοντος κυπέλλου και είναι κρίμα ευκαιρίες σαν αυτές που δίνει ένα (δευτερεύον έστω) τρόπαιο να «σπαταλόνται» σε αυτούς που είναι χορτασμένοι, και σε σημεία άπληστοι.

Τέτοιες once in a lifetime χαρές φιλάθλων γίνονται όλο και πιο σπάνιες. Ακόμη και στην περίπτωση της Νιουκάστλ, χρειάστηκε να επέμβει μια νέα ιδιοκτησία, πιο πλούσια απ’ ότι έχει κανείς το… δικαίωμα να είναι, για να σώσει αρχικά τον σύλλογο από σχεδόν σίγουρο υποβιβασμό πέρυσι, και για να φτάσει στον τελικό φέτος και να κάνει πορεία για έξοδο στην Ευρώπη.

άραβες πρέμιερ λιγκ

Τρόπαια σαν το Λιγκ Καπ φαντάζουν ίσως σαν βραβείο παρηγοριάς σε μικρότερες ομάδες, με αγώνες όπου οι μεγάλοι τείνουν να βάζουν σε δεύτερη μοίρα με rotation παικτών – κι όμως, η τελευταία κατάκτηση από ομάδα εκτός big-6 ήταν πια πριν δέκα χρόνια. Έκτοτε, η Μάντσεστερ Σίτι συσσώρευσε έξι, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ δύο, ενώ Λίβερπουλ και Τσέλσι έχουν από ένα. Το FA Cup είναι σε παρόμοιες τύχες: παντοκρατορία των μεγάλων την τελευταία δεκαετία με μπροστάρη αυτή τη φορά την Άρσεναλ, μαζί όμως και με την εξαίρεση της Λέστερ το 2021, στην πρώτη κατάκτηση της ιστορίας της.

Οι αιτίες αυτής της κατάστασης είναι πολλές και μπορούν να αποδοθούν προς μια πληθώρα κατευθύνσεων, όπως στην άκρα εμπορευματοποίηση του ποδοσφαίρου, που σαν μια μικρογραφία της κοινωνίας βλέπει το χάσμα μεταξύ των πλουσίων και των υπολοίπων όλο και να ανοίγει, είτε αυτό επηρεάζει μια ομάδα που θέλει να αφήσει το αποτύπωμά της στην Πρέμιερ Λιγκ, ή ακόμη και κοιτώντας στο άλλο άκρο του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, μια ομάδα που τώρα ανέβηκε για πρώτη φορά στην League Two και αδυνατεί να ανταγωνιστεί όλους τους επαγγελματικούς συλλόγους που έχει να αντιμετωπίσει. Η άκρα ανισότητα και διαφθορά που υπάρχει στο άθλημα, και κινεί αλλαγές στις οποίες σχεδόν ομόφωνα αντιτασσόμαστε, έχει μεν ένα τεράστιο μερίδιο ευθύνης, αλλά δεν μπορεί να εξηγήσει από μόνη της γιατί, για παράδειγμα, στην Σκωτία το πρωτάθλημα δεν φεύγει ποτέ από την Γλασκώβη.

Φυσικά, δεν περιμένω από τον φίλαθλο μιας μόνιμης πρωταθλήτριας να συμφωνήσει μαζί μου, τουλάχιστον στις περιπτώσεις που εμπλέκεται η ομάδα του. Αν ήμουν στις εξέδρες των εκτός έδρας φιλάθλων του Έμιρεϊτς τις προάλλες, δεν θα περίμενα να βρω και πολλούς που θα συμμερίζονταν τους προβληματισμούς μου ανάμεσα στους «Πολίτες» που πανηγύριζαν το διπλό ενάντια στην πρωτοπόρο Άρσεναλ, ούτε θα το απαιτούσα κιόλας.

οπαδός πλουραλισμός

Η αγάπη του καθενός για την ομάδα του έρχεται πολύ πριν την ανάγκη να ψυχαγωγηθεί με κάτι που είναι ανταγωνιστικό και κρύβει εκπλήξεις. Κανείς δεν πρόκειται να εύχεται κάτι που έστω βραχυπρόθεσμα θα πλήξει την ομάδα του, αν και δε μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε πόσο έντονη μπορεί να είναι η χαρά ενός φιλάθλου, που βλέπει την ομάδα του να κατακτά το δέκατο σερί πρωτάθλημά της. Σίγουρα, δε θα τον κατακλύζει κι η αδρεναλίνη.

Ακόμη, δεδομένα όποια ομάδα φτάνει στην κορυφή ονειρεύεται να μείνει εκεί. Τουλάχιστον στη θεωρία, όλοι θα συμφωνήσουν με το απόφθεγμα: «Το δύσκολο δεν είναι να φτάσεις στην κορυφή, αλλά να μείνεις εκεί». Αν όμως σε λένε Μάντσεστερ Σίτι, Μπάγερν, Ρεάλ, Μπαρτσελόνα, φαίνεται πως είναι δυσκολότερο να χάσεις το θρόνο σου, παρά να συνεχίσεις να κερδίζεις. Το ανησυχητικό είναι πως οι υπάρχοντες μηχανισμοί δεν προβάλουν ιδιαίτερα αναχώματα που θα μπορούσαν να προωθήσουν μια πιο «δημοκρατική» εκδοχή του πρωταθλήματος.

Καταλαβαίνω φυσικά την αξία που η άλλη μεριά φέρνει στο τραπέζι: είναι τέτοιες δυναστείες που αφήνουν τα μεγαλύτερα «αποτυπώματα» στο περιβάλλον που προκύπτουν, έτσι που ο κόσμος μπορεί να αναφερθεί σε αυτές γρήγορα: «η γενιά του ’92 στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ», «η Μίλαν των Ολλανδών», «ο Άγιαξ του total football», «η Μπαρτσελόνα υπό τον Γκουαρδιόλα» κλπ κλπ.

μπαρτσελόνα πεπ

Κοιτώντας προς τα πίσω, ιστορίες τέτοιων δοξασμένων ομάδων προσφέρουν ένα αίσθημα δέους, την ιδέα παλαιών μεγαλείων, παικτών και τακτικών μπροστά από την εποχή τους, που έβαλαν το λιθαράκι τους στην εξέλιξη του αθλήματος μέχρι τη σημερινή μορφή του. Στο εκάστοτε παρόν όμως, που ζούμε σε φυσική ροή την εξέλιξη των πρωταθλημάτων βδομάδα με τη βδομάδα, αντιλαμβανόμαστε με πιο σφαιρικό τρόπο τις συνέπειες ενός τέτοιου φαινομένου, και το αποτέλεσμα καταλήγει απλά να είναι βαρετό κι επαναλαμβανόμενο.

Δεν μπορώ παρά να ανησυχώ για συλλόγους, από πολλές απόψεις μεγάλους κι ιστορικούς, που δεν μπορούν να έχουν ρεαλιστικές ελπίδες σε κάποια εθνική διάκριση… ίσως και ποτέ ξανά, όπως και για παίκτες που αν θέλουν να σηκώσουν κάποια μέρα το πρωτάθλημα ή το κύπελλο, θα πρέπει να αφήσουν την ομάδα που τους ανέδειξε για μία από την ελίτ (βλ. Τζακ Γκρίλις). Δε μπορώ να μην ανησυχώ και για μικρότερους συλλόγους, που θα ήθελαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Μπόρνμουθ, που μέσα σε έξι χρόνια βρέθηκε από τα όρια του υποβιβασμού στην Κόνφερενς στην παρθενική της άνοδο στην Πρέμιερ Λιγκ.

Δεν είναι ευθύνη των γνωστών μεγαθηρίων να κάνουν εθελοντικά πίσω προς χάριν ενός ισότερου πρωταθλήματος, σαν να κάνουν φιλανθρωπία στους υπολοίπους. Θα περίμενα από τις ίδιες τις λίγκες να είναι πιο ευαίσθητες σε τέτοια θέματα, ειδικά από την Μπουντεσλίγκα που οι φίλαθλοι έχουν δώσει (και κερδίσει) τόσους αγώνες. Έχοντας αμφότερα τα πόδια μου σε αυτόν τον κόσμο και γνωρίζοντας ότι το χρήμα είναι αυτό που κινεί τον κόσμο, κοιτάω τους αθλητικούς κόσμους πέραν του Ατλαντικού, στην ακραία καπιταλιστική Αμερική, και βλέπω ότι από πολλές απόψεις είναι δομημένα έτσι ώστε να κανείς να μην μπορεί να ξεφύγει πολύ μακριά από τους υπόλοιπους.

οπαδός πλουραλισμός

Παίρνοντας ως παράδειγμα τον, γνωστό στο ελληνικό κοινό, κόσμο του NBA, φαίνεται πως ενώ φυσικά δεν έχουν όλες οι ομάδες το ίδιο βάρος και ιστορία, καμία δεν έχει την δυνατότητα να κάνει μονίμως πορείες όπως βλέπουμε στο ποδόσφαιρο. Οι δύο ιστορικότερες ομάδες του πρωταθλήματος, Λέικερς και Σέλτικς, έχουν κάνει πάρα πολλές κακές σεζόν την τελευταία δεκαετία. Μια ομάδα μπορεί να είναι ιδιαίτερα κακή την μία χρονιά και την επόμενη να κάνει πορεία πρωταθλητισμού – και το ανάποδο.

Η δυναστεία που έχουν δημιουργήσει οι Γουόριορς από τα μισά της προηγούμενης δεκαετίας μέχρι και σήμερα είναι ένα καλό αντεπιχείρημα, αλλά πραγματικά πιστεύω πως, όπως έχει γίνει και στο παρελθόν, η αποχώρηση συγκεκριμένων παικτών που αναπόφευκτα θα έρθει, θα σημάνει και το τέλος της χρυσής τους εποχής. Στο αμερικανικό ποδόσφαιρο και το NFL, που τυγχάνει να παρακολουθώ αρκετά έντονα, τα πράγματα είναι παρόμοια: οι όποιες δυναστείες τελειώνουν όταν φύγει (ή συνταξιοδοτηθεί) ένας σπουδαίος παίκτης, και μία χρονιά μπορεί να είναι όσο χρειάζεται μια ομάδα για να αλλάξει την τύχη της.

Οι διαφορές των δύο ηπείρων είναι αρκετές ώστε να κάνουν την εφαρμογή μερικών ολότελα ξένων κανόνων ιδιαίτερα δύσκολους στην εφαρμογή, όπως τη διαδικασία του ντραφτ. Άλλοι όμως, όπως το salary cap ή το trading παικτών χωρίς τρελά χρηματικά ποσά να αλλάζουν χέρια, είναι προτάσεις που δυσκολεύομαι να βρω λόγους που δεν θα ήταν καλή ιδέα να δοκιμαστούν.

οπαδός πλουραλισμός

Το ανέκδοτο βέβαια που έχει υπάρξει το Financial Fair Play και η ύποπτη αδυναμία του να «συνετίσει» ομάδες που ξεδιάντροπα χρησιμοποιούσαν (και χρησιμοποιούν) τους φαινομενικά ατελείωτους πόρους τους, μαζί και με την γραμμή που ακολουθούν FIFA (βλ. Μουντιάλ, μεταξύ άλλων) και UEFA (βλ. αναδιαρθρώσεις Τσάμπιονς Λιγκ, μεταξύ άλλων) μας λένε πως η κατεύθυνση δεν είναι ένα πιο πλουραλιστικό μοντέλο που αποδεδειγμένα αλλού λειτουργεί, αλλά ένα όλο και πιο κλειστό κλαμπ όπου το πλεονέκτημα των «μεγάλων» θα είναι όλο και πιο προστατευμένο, έως και τελείως αποστειρωμένο από τους «αδύναμους» (βλ. Ευρωπαϊκή Σούπερ Λιγκ).

Στο μεταξύ, εγώ θα συνεχίσω να υποστηρίζω έστω «αυτόν που έχει να το πάρει περισσότερο καιρό», ακόμη κι αν αυτός είναι ένας πλούσιος σύλλογος όπως η Άρσεναλ, που δε περιμένει ένα πρωτάθλημα στο σήμερα για να χτίσει την κληρονομιά του. Ταυτόχρονα, θα ρίχνω ματιές προς μια άλλη πραγματικότητα, όπου ο πλούτος που κατέχει το αγγλικό ποδόσφαιρο απ’ άκρη σε άκρη της επικράτειας της χώρας θα εκτιμάται περισσότερο, όπου οπαδοί περισσότερων ομάδων θα έχουν δικαιολογίες για να ελπίζουν σε επιτυχίες, όπου περισσότεροι παίκτες θα έχουν μετάλλια για να επιβραβεύουν την καριέρα τους κι όπου ονειρικές ιστορίες σαν αυτή της Λέστερ δεν θα είναι ούτε η «μία-στο-εκατομμύριο» εξαίρεση, ούτε ένα άπιαστο όνειρο.