Του amortization το… κάγκελο: μήπως έρχεται ο θάνατος του FFP;

Η Τσέλσι ανέλαβε ένα ρίσκο που η Ουέφα δεν περίμενε κάποια ομάδα να αναλάβει. Και η Τσέλσι εξέθεσε (ξανά) την Ουέφα με έναν απλό λογιστικό χειρισμό.

Τις τελευταίες μέρες κυκλοφορούν στο διαδίκτυο διάφορα άρθρα σχετικά με ένα «τρικ» που χρησιμοποιεί η Τσέλσι ώστε να «ξεγελάσει» το FFP και τις όποιες κυρώσεις του, μέσω μιας επονομαζόμενης «μανούβρας» που πλασάρεται με το βαρύγδουπο και ξενικό όνομα amortization. Μάλιστα, η «μανούβρα» αυτή γράφεται πως ίσως αναγκάσει την Ουέφα να επανεξετάσει την αξιολόγηση που προκύπτει μέσω του συστήματος FF, κάνοντας το ακόμα πιο σύνθετο και συμπαγές.

Ουσιαστικά η Τσέλσι δεν έκανε κάτι ιδιαίτερο ή ξένο στους κατέχοντες βασικές λογιστικές γνώσεις. Μάλιστα, μιλάμε για έναν εξαιρετικά βασικό όρο στον κλάδο της λογιστικής, ανάλογο με του να ξέρει ένας μπάρμαν να φτιάχνει ένα πολύ απλό κοκτέιλ. Προφανώς και κάποιος μη επαγγελματίας λογιστής/οικονομολόγος ή κάποιος που δεν έχει φοιτήσει σε σχολή που να διδάχθηκε λογιστική δεν έχει κανένα λόγο να τις γνωρίζει, αλλά ως προς την κατανόηση όλων αυτών που διαβάζουμε καλό είναι να εξηγηθούν. Έτσι κι αλλιώς, η γνώση είναι δύναμη που είχε πει κάποτε και ο Φράνσις Μπέικον.

Αλλά ας ξεκινήσουμε από την αρχή.

Tι είναι το FFP

Το FFP ουσιαστικά είναι ένας κανονισμός της Ουέφα προς τα επαγγελματικά κλαμπς ανά την Ευρώπη, που σκοπό έχει να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα μιας ομάδας μέσω των δικών της οικονομικών πόρων. Ουσιαστικά, το FFP είναι μια προσπάθεια της Ουέφα να διασφαλίσει ότι μια επαγγελματική ποδοσφαιρική ομάδα δεν είναι εξαρτημένη από κάποιον ιδιοκτήτη/μεγαλομέτοχο ως προς την ικανότητα της να συνεχίσει να υπάρχει, από οικονομικής σκοπιάς. Μια από τις ομάδες που οδήγησαν την Ουέφα στη δημιουργία του κανονισμού αυτού ήταν η Τσέλσι, λόγω του τρόπου που δεχόταν χρηματοδότηση από τον πρώην ιδιοκτήτη της, Ρόμαν Αμπράμοβιτς. Ένα άλλο παράδειγμα που οδήγησε την Ουέφα στη δημιουργία του FFP ήταν ο τρόπος απόκτησης της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ από τους Γκλέιζερς (δανειοδότηση στο fund των Γκλέιζερς υποθηκεύοντας την ομάδα που θα αγόραζαν).

Το σημείο-κλειδί όσον αφορά το FFP είναι το λεγόμενο break-even requirement. Στο σημείο αυτό ουσιαστικά αναφέρει πως τα έσοδα της ομάδας πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσα με τα έξοδα, με μια μικρή απόκλιση ανάλογα με τον συγκεκριμένο δείκτη στα προηγούμενα 2 έτη. Αλλά ας κρατήσουμε ως βασικό κανόνα το έσοδα τουλάχιστον ίσα με έξοδα, μέσα σε βάθος 3 κλεισμένων ετών.

Για τον συγκεκριμένο δείκτη η Ουέφα έχει ορίσει ποια έσοδα και ποια έξοδα πρέπει να εξεταστούν. Ως σχετικά έσοδα θεωρεί τα έσοδα εισιτηρίων, τα δικαιώματα μεταδόσεων αγώνων που εισπράττουν οι ομάδες, έσοδα από χορηγίες και διαφημίσεις, έσοδα από εμπορική δραστηριότητα (π.χ. φανέλες), έσοδα μεταγραφών και σπάσιμο συμβολαίων παιχτών και οποιαδήποτε άλλα έσοδα από την αμιγώς ποδοσφαιρική δραστηριότητα της ομάδας. Αν, για παράδειγμα, η Τσέλσι είχε σημαντικό εισόδημα από πώληση κάποιων περιουσιακών της στοιχείων (λ.χ. ενός ιδιωτικού αεροπλάνου), αυτά τα έσοδα δεν προσμετρούνται στον δείκτη.

Με αντίστοιχη λογική, τα σχετικά έξοδα θεωρεί τα κόστη όποιων πωλήσεων κάνει (λ.χ. τα έξοδα για να αγοράσει τις φανέλες των παιχτών ώστε να τις πουλήσει μετά σε οπαδούς της), έξοδα μισθοδοσίας, έξοδα σχετικά με τη λειτουργία του ποδοσφαιρικού τμήματος, έξοδα χρηματοδότησης (π.χ. τόκοι από σύναψη δανείου που πήρε η ομάδα), τυχών μερίσματα σε μετόχους και έξοδα και αποσβέσεις σχετικές με αποκτήσεις παικτών.

Στα έξοδα θα παρατηρήσει κανείς μια κραυγαλέα έλλειψη. Που είναι τα έξοδα μεταγραφών; Αυτά δεν υπολογίζονται στο FFP;

Το περίφημο amortization

Ελληνιστί, πρόκειται για τις αποσβέσεις. Πολύ πιο απλοϊκός και ξενέρωτος όρος. Αλλά ας δούμε πως φτάνουμε εκεί.

Λογιστικά μιλώντας, μια μεταγραφή έχει δύο σκέλη. Το πρώτο είναι η πληρωμή, που μπορεί να συμβεί με χίλιους διαφορετικούς τρόπους, αλλά πρόκειται για ταμειακό γεγονός. Δηλαδή έχει να κάνει με το cash flow της ομάδας, κάτι που δεν εξετάζει ο δείκτης FFP. Το δεύτερο είναι πως αποτυπώνει στα λογιστικά της βιβλία μια ομάδα την απόκτηση ενός ποδοσφαιριστή.

Η απόκτηση ενός ποδοσφαιριστή αποτυπώνεται ως δικαίωμα χρήσης. Λογιστικά αυτή η αποτύπωση κατηγοριοποιείται σαν ένα «άυλο πάγιο». Το δικαίωμα, δηλαδή, της ομάδας να χρησιμοποιεί τον ποδοσφαιριστή για κάποιον ορισμένο χρόνο, που είναι ο χρόνος που προβλέπεται στο συμβόλαιο του. Αυτή η αξία πρέπει να επιμεριστεί ισόποσα σε όλα τα χρόνια που το συμβόλαιο του παίχτη βρίσκεται σε ισχύ. Και εδώ μπαίνουν στο παιχνίδι οι αποσβέσεις.

Έστω ότι μια ομάδα αγοράζει έναν ποδοσφαιριστή για 10 εκατομμύρια ευρώ (συμπεριλαμβάνονται όλες οι αμοιβές μεσαζόντων, έξοδα, μπόνους υπογραφής κλπ), με συμβόλαιο 4 ετών. Λογιστικά, το δικαίωμα χρήσης έχει «διάρκεια ζωής» 4 έτη, άρα και κάθε χρόνο θα εξοδοποιείται το 1/4 της συνολικής αξίας της μεταγραφής (δυόμισι εκατομμύρια ευρώ ανά έτος).  Οπότε, όσο περισσότερα χρόνια είναι ένα συμβόλαιο, τόσο μικρότερη και η επίδραση του στα ετήσια αποτελέσματα μιας ομάδας, άρα και τόσο μικρότερα τα έξοδα που εξετάζονται στον δείκτη break-even.

Τι έκανε, λοιπόν, η Τσέλσι;

Προκειμένου η Τσέλσι να «ξεγελάσει» τον δείκτη του break-even, ανέλαβε ένα ρίσκο που η Ουέφα θεωρούσε ότι οι περισσότερες ομάδες θα αρνηθούν να αναλάβουν. Απέκτησε ποδοσφαιριστές με υπερβολικά μεγάλα ποσά, άλλα έδωσε σε όλους πολυετή συμβόλαια, αρκετά χρόνια πάνω από τον συνηθισμένο μέσο όρο. Ενδεικτικά παραδείγματα, ο Φοφανά υπέγραψε συμβόλαιο 7 ετών, ο Μούντρικ 8,5 ετών, ο Κουκουρέγια 6 ετών, ο Μπαντιασίλ 7,5 ετών, ο Μαντουέκε 7,5 ετών και ο Τσουκουεμέκα συμβόλαιο 6 ετών. Συμβόλαια πολύ μεγαλύτερης διάρκειας από αυτά που συνηθίζουμε να ακούμε.

Για να το απλουστεύσουμε ακόμα περισσότερο, τα συνολικά 306,7 εκ. ευρώ που δαπανήθηκαν για τις μεταγραφές τους (στοιχεία transfermarkt) δε θα φανούν στον δείκτη Break-even των ετών 2022 ή 2023, αλλά θα φτάσουν να εμφανίζονται τμηματικά έως το 2031! Αυτό πάντα εφόσον όλοι οι ποδοσφαιριστές που αναφέρθηκαν εξαντλήσουν τα συμβόλαια τους, και για τον καθένα ξεχωριστά αναλογικά με το κόστος μεταγραφής και τα χρόνια συμβολαίου του (του Μούντρικ λήγει το 2031).

Η έννοια ρίσκο, στην προκειμένη περίπτωση, μεταφράζεται διαφορετικά για τον καθένα, καθότι πρόκειται για νεαρούς ποδοσφαιριστές που η Τσέλσι έχει κλείσει για τα καλύτερα χρόνια της καριέρας τους (θεωρητικά). Βέβαια, κάποιος θα μπορούσε να πει ότι η Τσέλσι πλήρωσε ποσά που ίσως δε δικαιολογούνται για τους συγκεκριμένους παίχτες, αλλά αυτό θα φανεί στο… «χειροκρότημα».

Μήπως ήρθε η ώρα το FFP να πεθάνει;

Η αλήθεια είναι ότι ο συγκεκριμένος λογιστικός χειρισμός δεν είναι καινούργιος. Κάθε άλλο μάλιστα. Και σίγουρα πρόκειται για μια τακτική που η Ουέφα σκόπιμα (θέλω να πιστεύω) ακολούθησε ως προς τον δείκτη break-even. Αλλά, φτάνοντας στο σήμερα, εφόσον τα όποια δημοσιεύματα για αναθεώρηση του κανονισμού FFP ισχύουν με αφορμή τις τακτικές που εφαρμόζει η Τσέλσι, το μόνο βέβαιο είναι ότι αποδεικνύεται περίτρανα αυτό που φωνάζει αρκετός κόσμος, είτε έχοντας γνώσεις πάνω στα πεδία που προαναφέραμε είτε δεν έχει: το FFP σίγουρα δεν είναι επαρκές. Δε βγάζει νόημα ως επαρκές.

Δεν υπάρχουν δεδομένα ως προς το ποια στοιχεία χρησιμοποίησαν αυτά τα «λαμπρά μυαλά» για να συντάξουν τον κανονισμό αυτό, αλλά δείχνουν είτε επιπολαιότητα είτε σκοπιμότητα. Η πρώτη περίπτωση σίγουρα θα πρέπει να αποκλειστεί, καθώς θεωρώ απίθανο να μην ήξερε η επιτροπή που έφτιαξε τον κανονισμό αυτή την πιθανότητα. Δια της ατόπου, καταλήγουμε στο δεύτερο.

Η σκοπιμότητα που αναφέρεται δεν είναι αναγκαστικά κακόβουλη ή στοχευμένη προς βοήθεια συγκεκριμένων ομάδων. Και προφανώς οι νόμοι και οι κανονισμοί πρέπει να αναθεωρούνται τακτικά και να ανανεώνονται όποτε κρίνεται απαραίτητο. Στο μυαλό του γράφοντα, βέβαια, δεν ξέρω κατά πόσο έπρεπε να περάσουν 10 χρόνια εφαρμογής του για να κατανοήσει η Ουέφα ότι απλά έθεσε ένα λογιστικό brainteaser που λύθηκε με πολλούς και διάφορους τρόπους (τρανό παράδειγμα η Μάντσεστερ Σίτι).

Σε κάθε περίπτωση, το παράδειγμα της Τσέλσι (που απλά εφάρμοσε στην υπερβολή της μια τακτική που όλες οι ομάδες εφαρμόζουν) κατάφερε για ακόμα μια φορά να εκθέσει την Ουέφα ως ελεγκτικό μέσο. Και σε μια πολύ σκοτεινή περίοδο για τα οικονομικά του ποδοσφαίρου, η Ουέφα έχει δύο μόνο επιλογές: είτε να δεχθεί ότι δεν είναι ικανή να ελέγχει με τρόπο ουσιαστικό τις ομάδες είτε να ελέγχει πραγματικά και σε συνεργασία με άλλους φορείς. Όσο και να θέλει, δεν την παίρνει άλλο να εθελοτυφλεί.