Eurico Miranda: Ιστορίες ενός δημαγωγού προέδρου

Η προεδρία κι η εκπροσώπηση ενός συλλόγου από τη θέση ισχύος δεν είναι όσο εύκολη δουλειά όσο ίσως φαίνεται σε κάποιον εξωτερικό. Υπάρχουν οι περιπτώσεις όπου είτε τα συμφέροντα, είτε η τρελή αγάπη για το σύλλογο, είτε οτιδήποτε άλλο, κάνουν τον πρόεδρο γνωστό πέραν από τους κύκλους της ομάδας για τους λάθος λόγους. Ο Eurico Miranda, που διετέλεσε πρόεδρος της Vasco da Gama δύο φορές μέχρι και το 2018, μπορεί να αποκαλύψει αρκετές από τις παθήσεις της μετά-δικτατορικής ποδοσφαιρικής Βραζιλίας, που ακόμη διοικούνταν απολυταρχικά.

 

«Αρχές; Αυτά είναι για φιλοσόφους», είχε δηλώσει στο παρελθόν ο ίδιος ο Eurico. Εκεί που όλοι οι ποδοσφαιρόφιλοι έβλεπαν μία απεχθή φιγούρα εξουσίας, οι «Vascainos» έβλεπαν τον αρχηγό τους, τον γενναίο ηγέτη που σκοπός του είναι να πάει την ομάδα μπροστά, σε βάρος όλων των αντιπάλων που προσπαθούν να τους σαμποτάρουν.

Γέννημα θρέμμα του Ρίο ντε Τζανέιρο, ήρθε στον κόσμο από Πορτογάλους γονείς στις 7 Ιουνίου 1944. Οι γονείς του τον έστειλαν σε σχολείο Ιησουιτών και με την αποφοίτησή του, σπούδασε νομική στο Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο. Πριν αποκτήσει ιδιαίτερη δύναμη στην αγαπημένη του ομάδα, στα 70s είχε εργαστεί στην αυτοκινητοβιομηχανία Volkswagen, απ’ όπου είχε αποχωρήσει υπό ένα πέπλο μυστηρίου σχετικά με τη διαχείριση των οικονομικών της εταιρείας. Με τη Vasco είχε πρωτομπεί στα διοικητικά από το 1967, στα 23 του. Εν μέσω δικτατορίας άργησε να αποκτήσει δύναμη. Μέχρι το 1980 ήταν σύμβουλος στην ομάδα και στα επόμενα χρόνια προσπάθησε αρκετές φορές να εκλεχθεί πρόεδρος, χωρίς όμως επιτυχία, ακόμα. Από το 1986 μέχρι και το 2000, κρατούσε τη θέση του αντιπροέδρου της ομάδας. Πως την αξιοποίησε;

 

 

Ο Eurico Miranda στους αγώνες, ήταν ένα τυπικό παράδειγμα παθιασμένου, αθυρόστομου οπαδού. Η θέση δύναμης που είχε δε τον σταματούσε, αλλά μάλλον τον ενθάρρυνε, να νιώθει άνετα να κάνει οτιδήποτε θελήσει. Είτε περιοριζόταν σε μία οξύθυμη φιγούρα οπαδού, είτε καταχραζόταν τη δύναμη που είχε. Το 1999 η Vasco da Gama φιλοξενούσε την Paraná κι αφού ο διαιτητής είχε αποβάλει τρεις παίκτες των γηπεδούχων, ο ισχυρός τους άντρας δε μπορούσε να ανεχτεί άλλο τη κατάσταση. Εισβάλει στο γήπεδο εξοργισμένος με τις αποφάσεις του διαιτητή, με τον τελευταίο στο τέλος να αναγκάζεται να διακόψει τον αγώνα. Ο ίδιος ποτέ δε φάνηκε να θεώρησε πως έκανε κάτι λάθος. Ο διαιτητής αδικούσε παράφορα την ομάδα του και έδρασε για να την υπερασπιστεί. Για τον ίδιο, όπως έλεγε, το συμφέρον της Vasco ήταν πάνω απ’ όλα. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.

Μεταφερόμαστε στις 30 Δεκεμβρίου 2000. Μέσα στην αφόρητη, καλοκαιρινή ζέστη του Ρίο, η Vasco υποδέχεται την, αντικειμενικά μικρότερη São Caetano του Σάο Πάουλο, για το δεύτερο κομμάτι του τελικού πρωταθλήματος, όπως διοργανωνόταν τότε η διοργάνωση. Το πρώτο σκέλος είχε λήξει ισόπαλο με 1-1 και πλέον η Vasco στην έδρα της, είχε το πάνω χέρι. Το São Januário είναι γεμάτο και δε πέφτει καρφίτσα. 21 λεπτά από την έναρξη, ο διαιτητής αναγκάζεται να διακόψει προσωρινά τον αγώνα. Όχι, δεν εισέβαλε ξανά ο αντιπρόεδρος της Vasco, όμως έγινε κάτι χειρότερο. Κομμάτι μίας εξέδρας κατέρρευσε με αποτέλεσμα δεκάδες κόσμου να παρασυρθούν προς τα κάτω και να τραυματιστούν. Σύντομα αμέτρητοι οπαδοί βρέθηκαν στον αγωνιστικό χώρο, σε μία προσπάθειά τους να συνέλθουν και να καταλάβουν κι οι ίδιοι τι συνέβη. Αφού έφτασαν ασθενοφόρα και ελικόπτερα στο γήπεδο, η ατμόσφαιρα θύμιζε περισσότερο πόλεμο παρά ποδοσφαιρικό τελικό.

 

 

Κι εκείνη είναι η στιγμή που εμφανίζεται κι ο ίδιος. Με ιδιαίτερη ορμή φωνάζει στους γιατρούς κι απαιτεί να καθαριστεί ο χώρος από φιλάθλους και οχήματα ώστε να συνεχιστεί ο αγώνας. «Τίποτα σοβαρό δε συνέβη. Αλλά κάτι θα μπορούσε να συμβεί αν δε συνεχιστεί το παιχνίδι. Θέλω αυτά τα γ*μημένα ασθενοφόρα να φύγουν από δω!». Ο πρόεδρος της São Caetano προτείνει να ακυρωθεί το παιχνίδι. Η ώρα περνάει με την κατάσταση να μη μπορεί να ελεγχθεί, μέχρι ο διαιτητής να αποφασίσει την οριστική, αυτή τη φορά, διακοπή του αγώνα, ζητώντας από τους παίκτες να αποχωρήσουν για τα αποδυτήρια. Εκείνη την ώρα μαθαίνεται ότι παρέμβη ο κυβερνήτης της πολιτείας του Ρίο, Anthony Garotinho, και ζήτησε ο ίδιος να παρθεί αυτή η απόφαση. Ο Eurico είναι έξαλλος. Αφού στολίσει τον κυβερνήτη στις κάμερες των δημοσιογράφων, φεύγει για τα αποδυτήρια, παίρνει τους παίκτες του από το χεράκι και τους ξαναβγάζει έξω, βρίσκουν το τρόπαιο του νικητή και με πρωτομάστορα τον ίδιο, αρχίζουν να πανηγυρίζουν και να κάνουν το γύρο του θριάμβου. Κανείς δε φαίνεται να πιστεύει την έλλειψη ντροπής και την αναισθησία που κουβαλάει ο ίδιος, με κάποιους οπαδούς να φωνάζουν ρυθμικά «Eu-ri-co!». Η τελική αναφορά μέτρησε 168 τραυματίες, δύο σοβαρά, κανέναν νεκρό. Ο αγώνας επαναλήφθηκε τρεις βδομάδες μετά, με τη Vasco αυτή τη φορά να κερδίζει κανονικά με 3-1 και να στέφεται πρωταθλήτρια Βραζιλίας για τέταρτη και τελευταία φορά μέχρι και σήμερα. Ο ίδιος ο Eurico κατηγορήθηκε για το ατύχημα αφού εκείνη τη μέρα στο γήπεδο παρευρέθηκαν περισσότεροι φίλαθλοι από την επίσημη χωρητικότητά του, κάτι που φαίνεται να προκάλεσε την υποχώρηση της εξέδρας. Βάση κανονισμού, η Vasco θα έπρεπε να τιμωρηθεί και το τρόπαιο να πάει στη São Caetano, κάτι που δεν έγινε ποτέ. Στον επαναληπτικό του 3-1, ο Eurico είχε ακόμη έναν άσσο κάτω απ’ το μανίκι του. Στην είσοδο των ομάδων, οι φανέλες της Vasco φέρουν το λογότυπο του καναλιού SBT, ανταγωνιστές της Globo που μεταδίδει τον αγώνα. Η Vasco δεν είχε για χορηγό την SBT, ήταν ακόμη ενάντια στους κανονισμούς να είναι χορηγός ένα τηλεοπτικό κανάλι. Πιθανότατα δεν ζήτησαν καν την άδειά τους, απλά η ομάδα ετοίμασε φανέλες με ένα λογότυπο που ήξεραν ότι το αντίπαλο κανάλι θα ήταν αναγκασμένο να μεταδώσει καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα. Ο Eurico είχε βρει ξανά τρόπο να κάνει επίδειξη της δύναμής του, κι αυτό επειδή τον κανάλι τον κατηγορούσε για ληξιπρόθεσμα χρέη από δάνειο προς το ίδιο. Κανείς άλλον δεν είχε τολμήσει να τα βάλει με την Globo. Στα πανηγύρια με τη λήξη της αναμέτρησης, ο Romário, που αγωνιζόταν τότε στη Vasco, δήλωσε: «Αφιερώνω αυτόν τον τίτλο στον Eurico. Είναι ο νούμερο ένα φίλαθλος της Vasco. Συμπεριφέρεται στον σύλλογο σαν γιο. Οι πατεράδες πάντα θέλουν το καλύτερο για τους γιους τους». Τέσσερις μέρες μετά, ήταν η τελετή της έναρξης της πρώτης προεδρίας του Eurico, που θα κρατούσε μέχρι το 2008. Ο ίδιος ποτέ δεν αρνήθηκε ότι κέρδισε τη θέση με παραθυράκι στους κανόνες της προεδρικής εκλογής.

 

 

Άλλες αυθαίρετες επιδείξεις της δύναμής του ήταν όταν απέλυσε τον προπονητή του, Oswaldo de Oliveira στα αποδυτήρια, μετά από αγώνα με την Cruzeiro. Ο Oswaldo έκανε το λάθος να αγκαλιαστεί με τον αντίπαλο προπονητή, αλλά και να διαφωνήσει με τον Eurico για την ώρα της έναρξης της προπόνησης για την επόμενη μέρα. Δε γινόταν να βλέπει τις εντολές του να αγνοούνται με τέτοιο, προκλητικό τρόπο. Είχε ακόμη απαγορεύσει την είσοδο στο γήπεδο σε δημοσιογράφους που τον κατέκριναν και σε μερικούς αγώνας δεν άφηνε φιλοξενούμενους να κάνουν ζέσταμα. Το 1997 είχε στείλει γράμμα στο οποίο έγραφε ότι η ομάδα «δεν είναι υπεύθυνη για τη σωματική ασφάλεια δημοσιογράφων που την έχουν κατακρίνει». Όταν παρέμβη η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δήλωσε ότι το πρόβλημα είναι ότι ο πρόεδρός της υποστηρίζει την αντίπαλο Flamengo. Στο μυαλό του, ο ίδιος ήταν το θύμα.

Η δύναμη και λαοφιλία που απολάμβανε στους κύκλους της ομάδας τον βοήθησαν να φτάσει να έχει δύναμη και εκτός των ορίων του συλλόγου. Με μία προεκλογική εκστρατεία καθόλα αφιερωμένη σε υποσχέσεις για την Vasco, κατάφερε να μπει στο Κογκρέσο της Βραζιλίας ως Ομοσπονδιακός Αναπληρωτής. Εκμεταλλεύτηκε την  δύναμη της ομάδας στο έπακρο και χρησιμοποιούσε το μότο «Οι Vascainos ψηφίζουν έναν Vascaino». Ακόμη και τα χρήματα της καμπάνιας, ήρθαν κυρίως από την, επίσης διεφθαρμένη, Βραζιλιάνικη Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου του Ricardo Teixeira.

Σαν πολιτικός, ήταν όπως θα τον περίμενε κανείς. Δημαγωγός, φωνακλάς και τραμπούκος. Ίσως και να ήταν ο μόνος πολιτικός που ήταν εκεί για αποκλειστικά ποδοσφαιρικούς σκοπούς. «Οι σύλλογοι στην Βραζιλία είναι διαφορετικοί απ’ ότι στην Αγγλία. Εδώ ο σύλλογος είναι το μόνο πράγμα που έχει κάποιος. Πρέπει να το υπερασπιστώ αυτό». Ακούγεται αλτρουιστικό, αλλά…

Όταν κάποιος σε διασκέψεις έλεγε κάτι με το οποίο διαφωνούσε, γελούσε δυνατά και φώναζε «Δε ξέρεις τίποτα». Μετά από μία νίκη στο Buenos Aires ενάντια στην River Plate με 4-1, εμφανίζεται στο Κογκρέσο και σαν σχολιαρόπαιδο κάνει πλακίτσες, ενώ σηκώνει τα δύο του χέρια, δείχνοντας τέσσερα δάχτυλα στο ένα χέρι κι ένα δάχτυλο στο άλλο. Η καλή διάθεση βέβαια δεν τον σταμάτησε από το να κάνει τα δικά του. Απαγόρευσε στους παίκτες να κάνουν δηλώσεις στον τύπο, οι ίδιοι έφτασαν στο αεροδρόμιο με το χέρι να καλύπτει το στόμα τους, ώστε να δώσουν το μήνυμα σε όλους.

To 1998 o Pelé προσπαθεί να περάσει έναν νέο νόμο («Pelé law»), προκειμένου οι ομάδες να εκμοντερνίσουν το πεπαλαιωμένο μοντέλο διοίκησής τους και να σταθούν καλύτερα στα μοντέρνα στάνταρ του αθλήματος. Αυτό προδιέθεται διαφάνεια στα οικονομικά των συλλόγων, που για τον Eurico ήταν κόκκινος συναγερμός. Πάλεψε όσο κανείς άλλος τον Pelé και κατάφερε να αλλάξει τόσο πολύ τις αρχικές του προτάσεις, ώστε στο τέλος ο ίδιος ο Pelé να μη θέλει να συμπεριληφθεί το όνομά του στο τελικό αποτέλεσμα.

 

 

Οι ομάδες στην Βραζιλία, τουλάχιστον τότε, ήταν μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί κι υποτίθεται ότι δεν έβγαζε τίποτα από την θέση που κατείχε. Την ίδια στιγμή, ο ίδιος κατοικούσε σε ρετιρέ καλής γειτονιάς του Ρίο, είχε βίλα στα προάστια, καλό αυτοκίνητο και κότερο αξίας 150 χιλιάδων. Το 1997 ισχυρίστηκε ότι γυρνούσε σπίτι κουβαλώντας εισπράξεις από εισιτήρια 30 χιλιάδων, όταν του επιτέθηκαν και τον λήστεψαν. Αναμενόμενα, τα χρήματα δεν βρέθηκαν ποτέ. Εκτός των αθλητικών, ο μόνος άλλος λόγος που ήταν πολιτικός είναι το άσυλο που τον προστάτευε από τη σύλληψη. Το 2001 το Κογκρέσο συγκάλεσε την πρώτη Ερευνητική Επιτροπή με αντικείμενο το ποδόσφαιρο για διάφορες ύποπτες κινήσεις στα διοικητικά του κι ο Eurico ήταν ένας από τους κατηγορούμενους της τελικής αναφοράς, όμως λόγω της θέσης του δε μπορούσε να πάθει τίποτα. Το 2002 απέτυχε να επανελεγχθεί και ξεκίνησε να δέχεται απανωτές μηνύσεις. Ο ίδιος ποτέ δεν απολογήθηκε, ούτε έδειξε την παραμικρή μεταμέλεια για οποιαδήποτε πράξη του.

Παρά την καθολική δαιμονοποίηση που δέχθηκε, η αντιμετώπιση από τους φίλους της Vasco, την πλειοψηφία τουλάχιστον, ήταν διαφορετική. Οι «Vascainos» δεν ενδιαφέρονταν που είναι αγενής. Ήταν ο ήρωάς τους, ο καπετάνιος στο πλοίο της ομάδας. «Όσο περισσότερο με κατακρίνουν, τόσο με αγαπούν οι φίλοι της Vasco». Πίστευε ότι άλλες ομάδες, όπως η Flamengo, παίρνουν περισσότερη δημοσιότητα. Ότι μεταχειρίζονται τη Vasco με αδιαφορία και αυτό ήταν που προσπαθούσε να αλλάξει.

 

 

Η Βραζιλία έχει βγάλει πολλούς δημαγωγούς ηγέτες, πολιτικούς που συνεχώς επιδεικνύουν αυθαίρετα τη δύναμή τους, μάλλον απομεινάρι των εποχών αποικιακής δουλείας ή/και της εικοσαετούς δικτατορίας. Φυσικά βέβαια δεν υπόκεινταν μόνο ο συγκεκριμένος σε αυτή την περιγραφή. Πίσω από κλειστές πόρτες, φαινόταν ότι μόνο οι μεγάλες ομάδες του Ρίο και του Σάο Πάουλο είχαν δύναμη κι αξία. Οι υπόλοιπες βρίσκονταν εκεί απλά για να γεμίζουν τη θέση και να εξυπηρετούν συμφέροντα για τις επαρχίες που εκπροσωπούσαν, όποτε χρειαζόταν. Όταν το 1997 η Vasco έπαιζε την μικρή Itaperuna στο πρωτάθλημα του Ρίο κι η τελευταία κέρδιζε 2-1 παίζοντας και καλό ποδόσφαιρο, ο διαιτητής ξαφνικά αποβάλει τρεις παίκτες της, και κάθε φορά που πλησίαζε το αντίπαλο τέρμα, την έβγαζαν οφσάιντ. Διαμαρτυρόμενος, ο Matta, παίκτης της Vasco(!), έβγαλε ό,τι φορούσε και μπήκε μέσα στο γήπεδο. Τιμωρήθηκε με ένα χρόνο και δύο μήνες, την μεγαλύτερη τιμωρία που κάποιος ποδοσφαιριστής είχε δεχθεί μέχρι τότε. Όχι ότι υπήρχε κάποια μυστική συμφωνία μεταξύ ομάδων και διαιτητών, αλλά ο κάθε διαιτητής ήξερε ότι παίζοντας καλά και υπέρ των ομάδων με δύναμη, είχε περισσότερες πιθανότητες να κληθεί να σφυρίξει και σε επόμενους αγώνες.

Όντας ένας από τους παρίες του ποδοσφαίρου, ο Eurico Miranda, ήταν καταδικασμένος να φαίνεται σαν ένα σύμβολο δύναμης χωρίς ντροπή, όλα αυτά που η σύγχρονη Βραζιλία προσπαθεί να αφήσει πίσω της. Οι εξοργιστικές τακτικές του δείχνουν ότι μαχόταν και για κάτι παραπάνω από τη Vasco, μαχόταν για το status quo, τον τρόπο που διαχειρίζονταν οι σύλλογοι στη Βραζιλία. Τουλάχιστον, θα μπορούσε να πει κανείς, ήταν ειλικρινής και δεν έκρυψε αυτό που είναι. Το 2002, αφού χάσει τη θέση του στο Κογκρέσο επικεντρώνεται στην θέση της προεδρίας και μέχρι το τέλος το 2008 τρέχει στα δικαστήρια πολύ περισσότερες φορές απ’ ότι θα ήθελε. Καταδικάζεται μεταξύ άλλων σε φυλάκιση για επίθεση στον δημοσιογράφο Carlos Monteiro, ποινή που καταφέρνει να αλλάξει σε πρόστιμο. Εξελέγη ξανά πρόεδρος της Βάσκο μεταξύ 2014-2018 και πέθανε στις 12 Μαρτίου 2019, σε ηλικία 74 ετών από καρκίνο στον εγκέφαλο. Στην κηδεία του παρευρέθηκε πλήθος ανθρώπων του ποδοσφαίρου και οπαδών της Vasco, για το τελευταίο αντίο στον άνθρωπο που, αναμφισβήτητα, συνέδεσε το όνομά του με την ομάδα με τα ασπρόμαυρα.

 

Συντάκτης: Άγγελος Παλιακούδης