Το μακρινό -πλέον- 1996, η Αγγλία κατάφερε να πετύχει την επιστροφή του ποδοσφαίρου στο «σπίτι του», μετά την ανάληψη της διοργάνωσης του Euro. Εκείνο το τουρνουά, άφησε κάμποσες ιστορίες προς διήγηση πίσω του, αλλά και μια επίγευση απογοήτευσης -ξανά- για την Εθνική Αγγλίας.
Οι ραγδαίες εξελίξεις σε πολιτικό επίπεδο στο ευρωπαϊκό τοπίο στις αρχές της δεκαετίας του ’90, έφεραν μια νέα πραγματικότητα στην «χαρτογράφηση» της Ευρώπης σε επίπεδο κρατών. Η Γερμανία γκρέμισε το «τείχος της ντροπής» στο Βερολίνο και η διάλυση της Τσεχοσλοβακίας και της Σοβιετικής Ένωσης, γέννησαν αρκετά νέα κράτη και ένα όμορφο «μωσαϊκό» στο ευρωπαϊκό στερέωμα. Κατά συνέπεια, η UEFA είδε το 1994 τα μέλη της να αυξάνονται από 33 σε 48, πράγμα που την ώθησε στο να αυξήσει και τις ομάδες που θα συμμετέχουν στα τελικά του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος. Κάπως έτσι, αποφασίστηκε το Euro 1996 να είναι το πρώτο που θα γίνει με 16 φιναλίστς, έναντι των 8 που ήταν μέχρι και το 1992.
Ας πάμε όμως λίγο πιο πίσω. Η καταληκτική ημερομηνία για την υποβολή των φακέλων για την ανάληψη της διοργάνωσης από τις ενδιαφερόμενες χώρες, ήταν η 10η Δεκεμβρίου του 1991. Εκείνη την εποχή, η UEFA δεν είχε αποφασίσει την αύξηση των ομάδων σε 16 στα τελικά της διοργάνωσης, μιας και οι εξελίξεις την πρόλαβαν στα μισά του δρόμου ως το 1996. Υποψηφιότητα για το 10° ευρωπαϊκό πρωτάθλημα δήλωσαν οι Αυστρία, Ολλανδία, Πορτογαλία, Αγγλία και Ελλάδα, με την ιστορία να αποδεικνύει πως όλοι οι τότε υποψήφιοι θα διοργάνωναν στο μέλλον ένα Euro, πλην ημών, της Ελλάδας.
Την διοργάνωση του 1996 όμως, την ανέλαβε η Αγγλία. Στη σύνοδο κορυφής της UEFA στην Λισσαβόνα στις 5/5/1992, αποφασίστηκε να της δοθούν τα «κλειδιά», μιας και επέδειξε ιδιαίτερο ζήλο για να τα καταφέρει. Παράλληλα με την υποψηφιότητα για το Euro 1996, η Αγγλία «κυνήγησε» και το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998, με μια συμμετοχή την οποία απέσυρε, για να εκμαιεύσει την ψήφο των χωρών, στη διαδικασία για το Euro. Οι 16 ομάδες απαιτούσαν διπλάσια διαθέσιμα γήπεδα, οκτώ δηλαδή, έναντι των τεσσάρων που χρησιμοποιούνταν στις προηγούμενες διοργανώσεις. Η Αγγλία «το είχε», καθώς μετά τα τραγικά περιστατικά των περασμένων ετών, τα αγγλικά γήπεδα είχαν εκσυγχρονιστεί σε σημαντικό βαθμό.

Εν τέλει, οι έδρες που φιλοξένησαν τη διοργάνωση ήταν το Wembley, το Anfield, το Old Trafford, το Villa Park, το Elland Road, το Hillsborough, το City Ground και το St James’ Park, ένα γήπεδο ανά πόλη δηλαδή. Παρά τις υψηλότατες προσδοκίες, η διοργάνωση που είχε ως σλόγκαν το περιβόητο «When football comes home», χαρακτηρίστηκε από μισογεμάτα ή μισοάδεια γήπεδα. Αιτίες, τα αρκετά «τσιμπημένα» εισιτήρια, το μικρό ενδιαφέρον από τους γηγενείς φιλάθλους, ο μικρός αριθμός ταξιδιωτών από άλλες χώρες, αλλά και η ώρα έναρξης των αγώνων, καθώς ξεκινούσαν αρκετά νωρίς.
Αγωνιστικά, η διοργάνωση είχε αρκετές εκπλήξεις, με κορυφαία όλων τη συμμετοχή της πρωτοεμφανιζόμενης Τσεχίας στον τελικό κόντρα στους Γερμανούς. Πολύ ανταγωνιστική παρουσία είχε και η επίσης πρωτάρα Κροατία, που άφησε ουσιαστικά εκτός τους πρωταθλητές Δανούς, ενώ σίγουρα αρνητική πορεία είχε η Ολλανδία, που προέβαλε ως φαβορί για την κατάκτηση του τροπαίου. Όσον αφορά την Αγγλία, ξεκίνησε επεισοδιακά και τελείωσε παρομοίως…
ΑΠ΄ΤΗΝ «ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ», ΣΤΗΝ ΚΑΡΕΚΛΑ ΤΟΥ ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΟΥ
Λόγω λοιπόν της περιβόητης επιστροφής του ποδοσφαίρου στο σπίτι του, η προσοχή του αγγλικού κοινού ήταν στραμμένη στην εθνική ομάδα, ίσως και περισσότερο από ποτέ άλλοτε μετά το 1966. Το κλακάζ της απουσίας από το Παγκόσμιο Κύπελλο των ΗΠΑ το 1994 ήταν ακόμα νωπό, και αυτή η ντροπή μπορούσε να ξεπλυθεί μόνο με έναν τρόπο από τους «περήφανους» Άγγλους, με την κατάκτηση της κορυφής της Ευρώπης. Και πράγματι, έφτασε μιαν ανάσα από τον τελικό, πριν πληγωθεί με τον τρόπο που την στοίχειωσε για χρόνια, στη «ρώσικη ρουλέτα».

«Δεν ήταν μόνο ότι φτάσαμε στα ημιτελικά, ήταν πως είχαμε πολλή διάθεση καθ’ όλη τη διοργάνωση, νομίζω και όλη η χώρα», δήλωνε το 2012 στο BBC o «πολύς» Alan Shearer, αναφερόμενος σε εκείνη τη διοργάνωση. Παρά ταύτα όμως, η Εθνική Αγγλίας του Terry Venables ξεκίνησε τη περιπέτειά της θεόστραβα. Μετά τα εξαιρετικά χρόνια του στην Barcelona -κυρίως- και στην Tottenham, ο Venables ανέλαβε το δύσκολο φορτίο να «ξορκίσει» την πανωλεθρία των προκριματικών του Μουντιάλ του 1994, διαδεχόμενος τον Graham Taylor τον Ιανουάριο του 1994. Το υλικό που είχε στα χέρια του έμοιαζε ικανό για διάκριση, μιας και οι David Seaman, Gary Neville, Stuart Pearce, Paul Ince, Tony Adams, Gareth Southgate, David Platt, Paul Gascoigne, Alan Shearer, Teddy Sheringham, Darren Anderton, Steve McManaman, Robbie Fowler, Nick Barmby, ήταν ο «κορμός» του Venables. Ο πρώτος του «πονοκέφαλος» πάντως, δεν άργησε να έρθει.
Τον Μάιο του 1996, η Αγγλία μετέβη στο Χονγκ Κονγκ για μια προετοιμασία-παρωδία. Στα γενέθλια του Paul Gascoigne, αυτός και οι συμπαίκτες του επιδόθηκαν σε διάφορα έκτροπα σε τοπικό μπαρ, προκαλώντας την οργή πίσω στη πατρίδα, οργή που πυροδοτήθηκε από τα Μέσα λίγες μέρες μετά, όταν και έγινε γνωστό το περιστατικό. «Δείτε τους γελοίους ποδοσφαιριστές, που υποτίθεται πως εκπροσωπούν την Αγγλία και την ερχόμενη εβδομάδα θα αγωνιστούν στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα», τα δεικτικά σχόλια του αγγλικού Τύπου για το συμβάν.
Ο βετεράνος σχολιαστής Barry Davies, ο οποίος είχε καλύψει τη διοργάνωση του 1996 για χάρη του BBC, απέδωσε στο περιστατικό χαρακτήρα «ξυπνητηριού» για την ομάδα. «Τους κόλλησε η “ρετσινιά” από τον Τύπο μετά από αυτά τα περιστατικά μεθυσιών και πιστεύω πως αυτό τους έδωσε μια αίσθηση του τύπου “τώρα θα σας δείξουμε εμείς”». Πράγματι, οι παίκτες του Venables έδειχναν αποφασισμένοι να βουλώσουν τα στόματα των επικριτών τους.

Στην πρεμιέρα της διοργάνωσης, με το ημερολόγιο να δείχνει 8/6 και το ρολόι 17:00 ώρα Ελλάδος, ο αρχηγός των «Τριών Λιονταριών», Tony Adams έμπαινε στο γιορτινό Wembley και είχε αναλάβει ρόλο «παρουσιαστή» των συμπαικτών του στον Δούκα του Kent, Εδουάρδο, και στον πρόεδρο της UEFA και μεγάλο οραματιστή, Lennart Johansson. Τα πολλά εθιμοτυπικά φαίνεται πως χάλασαν το μυαλό των παικτών του Terry Venables, που εμφανίστηκε με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, και παρά το γκολ του Alan Shearer στο 23° λεπτό του αγώνα κόντρα στους Ελβετούς, δεν κατάφεραν να ξεκινήσουν με το δεξί στην διοργάνωση. Ο Kubilay Turkyilmaz με πέναλτι στο 83′ «τιμώρησε» το χέρι του Stuart Pearce, και δυνάμωσε την μουρμούρα του αγγλικού κοινού για την εθνική του ομάδα.
[embedyt] https://www.youtube.com/watch?v=evnXFu744uY[/embedyt]
Η Αγγλία δεν είχε άλλα περιθώρια για στραβοπατήματα. Στις 15/6, και πάλι στο Wembley, το παιχνίδι με την γείτονα Σκωτία ήταν κομβικής σημασίας. Και πάλι ο τρομερά φορμαρισμένος Alan Shearer, στο 53′, έδωσε το προβάδισμα, μέχρι που στο 79′ είδαμε ίσως την φάση της διοργάνωσης. Ο εκκεντρικός Paul Gascoigne με το χαρακτηριστικό πλατινέ μαλλί του, με ένα «αλήτικο» γκολ εξέθεσε τον Andy Goram. Αμέσως μετά, ο πανηγυρισμός του με τους συμπαίκτες του, έμεινε στην ιστορία. Ο «Gazza» ξάπλωσε και οι συμπαίκτες του άρχισαν να τον «ποτίζουν» με τα παγούρια του νερού, σε μια αναπαράσταση της καρέκλας του οδοντιάτρου, ενός παιχνιδιού που έπαιζαν εκείνο το περιβόητο βράδυ στο μπαρ του Χονγκ Κονγκ, με αλκοόλ όμως αντί νερού. Μάλιστα, ο αστικός μύθος θέλει τον Venables να σκεφτόταν να αντικαταστήσει λίγο νωρίτερα τον άφαντο στο ματς Gascoigne, τελικά αυτό δε συνέβη και μας χάρισε αυτό το υπέροχο στιγμιότυπο.

Μαζί με το άγχος της νίκης, η Αγγλία φάνηκε να κατευνάζει και την γκρίνια του κόσμου, και ήταν έτοιμη να προχωρήσει με αισιοδοξία. Το φινάλε του ομίλου, της έφερνε ως αντίπαλο στις 18/6 την Ολλανδία του Guus Hiddink, ένα εκ των φαβορί για την κατάκτηση του τροπαίου, στα χαρτιά τουλάχιστον. Στην πραγματικότητα, οι «Oranje» ταλανίζονταν από σημαντικά εσωτερικά προβλήματα, στα οποία βυθίστηκαν περισσότερο μετά το εμφατικό 4-1 των «Τριών Λιονταριών» σε βάρος τους. Ταυτόχρονα, η Αγγλία έπαιρνε «λαϊκή έγκριση» από τον κόσμο, μιας και μετέτρεψε σε υγιεινό περίπατο ένα παιχνίδι περισσότερο διαδικαστικό βαθμολογικά (προκρίνονταν αμφότερες με ισοπαλία, εν τέλει πέρασαν «αγκαζέ» ούτως ή άλλως). Για την Αγγλία καθάρισαν οι Shearer (23′, 57′) και Sheringham (51′, 62′), με το βλέμμα στην οκτάδα.
ΠΕΝΑΛΤΙ, Η ΑΙΩΝΙΑ ΑΓΓΛΙΚΗ «ΚΑΤΑΡΑ»
Η Αγγλία, φανερά πλέον, είχε αποκτήσει άλλον αέρα μετά την άνετη πρόκριση και την επιβλητική «τεσσάρα» επί των -προβληματικών- Ολλανδών. Πολλοί περίμεναν τα «Λιοντάρια» να είναι αφρενάριστα και να ισοπεδώσουν τους Ισπανούς στα προημιτελικά. Κάτι η έδρα, κάτι η καλή ψυχολογία, κάτι η φοβερή φόρμα του Shearer που λίγο-λίγο έβρισκε συμπαραστάτες, το σύνολο του Venables δημιουργούσε πλέον μιαν άλλη προσδοκία.
Ο τότε 63χρονος τεχνικός όμως, είχε άλλη άποψη. Η υποψία αποκλεισμού και οι συνέπειές του, δημιούργησαν ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης στον Venables και η Αγγλία πήγε να αντιμετωπίσει τους Ισπανούς του Javier Clemente στο «ρελαντί». Σε ένα παιχνίδι κατάλληλο για όσους έπασχαν από αϋπνίες, οι δύο ομάδες νομοτελειακά οδηγήθηκαν στο «στείρο» 0-0, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του Julio Salinas. Η διαδικασία των πέναλτι ήρθε για να ξεκαθαρίσει την υπόθεση, με τους Άγγλους να έχουν ως μοναδική πρότερη αντίστοιχη εμπειρία, τον χαμένο ημιτελικό κόντρα στην Δυτική Γερμανία, στο Μουντιάλ του 1990. Οι Fernando Hierro και Miguel Angel Nadal αστόχησαν για τους «Furias Rojas» και η Αγγλία προκρίθηκε, μιας και ευστόχησε και στα τέσσερα δικά της πέναλτι.

Τέσσερις ημέρες μετά, στις 26/6, τα πέναλτι των Γερμανών θα «πλήγωναν» ξανά την Αγγλία όπως το 1990. Τα «Τρία Λιοντάρια» βρίσκονταν μιαν ανάσα από τον πολυπόθητο τελικό, σε ένα ιδανικό σκηνικό. Το τύποις «remake» του τελικού του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1966 στο Wembley, όταν και οι Άγγλοι επιβλήθηκαν με 4-2 των Γερμανών στη παράταση, ξυπνούσε μνήμες και «επιταγές» παρόμοιου είδους από το αγγλικό κοινό. Το μομέντουμ άλλωστε ήταν ιδανικό και αγωνιστικά για τους Άγγλους, οι Γερμανοί δεν τρόμαζαν όπως το 1990 και η φόρμα του συνόλου του Venables έμοιαζε εξαιρετική. Ο νυν ομοσπονδιακός τεχνικός των «Λιονταριών», έμελλε ωστόσο να είναι ο μοιραίος…
Ο ημιτελικός ξεκίνησε ιδανικά για τους Άγγλους. Μόλις στο 3′, ο ασταμάτητος Shearer τους έβαλε μπροστά στο σκορ, αλλά γρήγορα αποκαταστάθηκε η ισορροπία ελέω Stefan Kuntz, 13 λεπτά αργότερα. Το παιχνίδι έγινε σκληρό στα όρια της νομιμότητας και οδηγήθηκε στην παράταση. Στο ξεκίνημά της, ο Darren Anderton σημάδεψε το δοκάρι του Andreas Kopke, η Αγγλία προσπάθησε και με τον Gascoigne, αλλά μάταια. Η «ρώσικη ρουλέτα» τούτη τη φορά θα πλήγωνε τους Άγγλους. Ο Terry Venables όρισε ως έκτο εκτελεστή τον Gareth Southgate, και μετά από την απόλυτη ευστοχία όλων όσων εκτέλεσαν εκείνο το απόγευμα, ο Kopke αποσόβησε το χτύπημα του τότε κεντρικού αμυντικού, στέλνοντας τα «Panzer» του Berti Vogts στον τελικό.

«Νομίζω πως δεν πήγα τόσο αποφασισμένος στο πέναλτι. Νόμιζα πως μετά από τόσο καιρό θα είχε ξεχαστεί, αλλά στο ξενοδοχείο, άκουσα μια κοπέλα πίσω μου να λέει στον φίλο της “αυτός νομίζω είναι που έχασε το πέναλτι”», δήλωνε χρόνια μετά ο Southgate. «Μπορώ με ειλικρίνεια να πω πως όταν ο Gareth περπάτησε μέχρι το σημείο του πέναλτι, δεν τον πίστευα και πολύ. Κάτι πήγαινε λάθος με τη γλώσσα του σώματός του και απλώς μου έδωσε αυτή την αίσθηση. Ήταν απαίσιο να χάσουμε έτσι, έχοντας κάνει όλον αυτόν το δρόμο», τα λόγια του Barry Davies. Η ουσία ήταν πως πρακτικά, το ποδόσφαιρο δεν επέστρεψε στο σπίτι του εκείνο το βράδυ όπως οραματίζονταν οι Άγγλοι φίλαθλοι. Αντιθέτως, στοίχειωσε την Εθνική Αγγλίας για χρόνια, μέχρι και σήμερα.
O ΚΡΟΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΥΠΕΡΟΧΗ «ΣΤΑΧΤΟΠΟΥΤΑ»
Πέραν της αγγλικής «χαρμολύπης» και της διαδρομής από την απαξίωση στην αποθέωση και τέλος στην απογοήτευση, η διοργάνωση είχε αρκετό «ψωμάκι». Εξ άλλου, ήταν η πρώτη φορά που τόσες ομάδες συμμετείχαν στα τελικά ενός ευρωπαϊκού πρωταθλήματος. Η είδηση στις ποδοσφαιρικές πιάτσες, από τις αρχές της δεκαετίας κιόλας, ήταν η διάλυση των παραδοσιακών δυνάμεων της Τσεχοσλοβακίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Από αυτή τη τμήση, προέκυψαν κάποια άκρως ενδιαφέροντα «νεογνά», όπως η Κροατία, η Ρωσία και η Τσεχία. Οι δύο συστήθηκαν στο ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό κοινό σε εκείνη τη διοργάνωση, μιας και τους Ρώσους τους έμαθε στο Παγκόσμιου Κύπελλο των ΗΠΑ, κυρίως και ελέω Oleg Salenko, του πρώτου σκόρερ της διοργάνωσης.
[embedyt] https://www.youtube.com/watch?v=p3YT52jKpAs[/embedyt]
Η «ρώσικη αρκούδα» του Oleg Romantsev ήταν απογοητευτική στα αγγλικά γήπεδα. Παρά το πολύ καλό ρόστερ, με μπροστάρηδες τους Viktor Onopko, Aleksandr Mostovoi, Valeri Karpin και τον Andrei Kanchelskis της Manchester United, έκανε μόλις έναν βαθμό στον όμιλο με Γερμανία, Τσεχία και Ιταλία, και αποχαιρέτισε νωρίς. Η έκπληξη, ήρθε από τους Τσέχους του Dusan Uhrin, που καταρχάς προκρίθηκαν στην ισοβαθμία με την Ιταλία (αμφότερες από τέσσερις βαθμούς), χάρη -και- σε εκείνη την νίκη τους με 2-1 στο Anfield στις 14 Ιουνίου, και στα γκολ των Pavel Nedved και Radek Bejbl. Κατά δεύτερον, έφτασαν πολύ πολύ μακριά στη διοργάνωση, για την ακρίβεια μιαν ανάσα από την κατάκτησή της, αφού στον τελικό ηττήθηκαν με 1-2 από την Γερμανία.

Το ρόστερ του Uhrin εμπεριείχε ονόματα που μεσουρανούσαν για χρόνια στα ποδοσφαιρικά δρώμενα, όπως ο Pavel Nedved, o Karel Poborsky, o Vladimir Smicer, o Patrick Berger, o Jiri Nemec και ο Radoslav Latal, μα πάνω απ΄όλα ήταν ομάδα, με όλα τα γράμματα κεφαλαία. Προκάλεσε το ενδιαφέρον πολλών, από τα προκριματικά ακόμα, όταν και τερμάτισε πρώτη μπροστά από τους Ολλανδούς (κυρίως) και τους Νορβηγούς, κερδίζοντας μάλιστα τους «Oranje» με 3-1 εντός έδρας. Αφότου λοιπόν πέταξε εκτός τους Ιταλούς του Arrigo Sacchi που απογοήτευσαν, αντιμετώπισε τους Πορτογάλους στους «8». Το γκολ του Poborsky στο 53′ έστειλε τους Τσέχους στην τετράδα, με επόμενο θύμα τους Γάλλους στη ψυχοφθόρο διαδικασία των πέναλτι, σε εκείνο το «άγευστο» απόγευμα στο Old Trafford. Ο τελικός του Wembley έφερε την Τσεχία μπροστά στο σκορ, και πολλοί πίστεψαν σε μια νέα «Δανία», αλλά ο Oliver Bierhoff με δυο γκολ (το δεύτερο, ήταν το «χρυσό γκολ» στο 5° λεπτό της παράτασης) το πήρε επάνω του και έστεψε τα «Panzer». Παρά ταύτα, η Τσεχία ήταν ήδη η ευχάριστη έκπληξη της διοργάνωσης.

Για τους Κροάτες, το Euro 1996 ήταν ένας προάγγελος όσων εκπληκτικών θα έβλεπε η υφήλιος δύο χρόνια μετά, στα γήπεδα της Γαλλίας. Ο «ούριος άνεμος» που απέπνεε εκείνο το υπέροχο ρόστερ που είχε στα χέρια του ο Miroslav Blazevic, έδειξε πως είχε περιθώρια για πολλά πράγματα. Slaven Bilic, Robert Prosinecki, Davor Suker, Zvonimir Boban, Alen Boksic, Igor Stimac, αλλά και οι παλιοί γνώριμοι μας Robert Jarni, Goran Vlaovic και Aliosa Asanovic, συνέθεταν μια πραγματική «ορχήστρα». Αφού έκαναν «περίπατο» στον όμιλο με Πορτογαλία, Τουρκία και την πρωταθλήτρια Ευρώπης Δανία, είχαν την ατυχία να πέσουν επάνω στους Γερμανούς στα προημιτελικά, μένοντας εκτός συνέχειας λόγω της ήττας με 2-1. Δύο χρόνια αργότερα, στο Παγκόσμιο της Γαλλίας το 1998, οι Γερμανοί έμελλε να πληγωθούν εκείνοι…
ΟΛΛΑΝΔΟΙ ΣΕ ΚΡΙΣΗ, ΡΕΛΑΝΣ ΓΙΑ «TRICOLORE» ΚΑΙ «PANZER»
Τα «Panzer» του υπ΄ατμόν Berti Vogts, δεν είχαν πια μεγάλη σχέση με την ομάδα του 1990 και πλέον διέθεταν ένα ρόστερ αρκετά γηρασμένο. Τα προγνωστικά συνεπώς δεν έδιναν τα πρωτεία στους Γερμανούς. Τα ονόματα ωστόσο ήταν σημαντικά. Stefan Reuter, Matthias Sammer, Andreas Moller, Mehmet Scholl, Thomas Hassler, Mario Basler, Markus Babbel, Jurgern Kohler, Oliver Bierhoff, Jurgen Klinsmann, ήταν μερικοί από αυτούς που έκαναν τη διαφορά σε εκείνη την 23αδα, και οι Γερμανοί με όπλο την άμυνα, πέρασαν τον όμιλο «αθόρυβα» με επτά βαθμούς και μηδέν παθητικό. Την υπόλοιπη ιστορία τους, την αναφέραμε παραπάνω. Κροατία, Αγγλία και Τσεχία, δεν τους σταμάτησαν ως την κορυφή της Ευρώπης. Αυτό πάντως που μνημονεύεται ακόμα, είναι η ξαφνική κλήση του Jens Todt πριν τον τελικό με τους Τσέχους, μιας και οι Freund, Bobic, Reuter, Moller, Basler, Kohler ήταν τραυματίες και προκειμένου να συμπληρωθεί εξάδα στον πάγκο των Γερμανών για τον τελικό, η UEFA έδωσε ειδική άδεια για την κλήση του μέσου της Freiburg. Τα προβλήματα συνεχίστηκαν και κατά τη διάρκεια του αγώνα, μιας και ο Dieter Eilts αποχώρησε τραυματίας και οι Sammer, Helmer έβγαλαν το παιχνίδι με το ζόρι. Έτσι επεισοδιακά, η «Nationalmannschaft» στέφθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης για τρίτη φορά.

Επεισοδιακή παρουσία στη διοργάνωση είχε η Ολλανδία του Hiddink. Το απίστευτα ταλαντούχο υλικό των «Oranje», τους έκανε να προβάλλουν ως ένα εκ των ισχυρών φαβορί για την διοργάνωση, ωστόσο οι εσωτερικές διαμάχες διέλυσαν την ομάδα. Edwin Van der Sar, Michael Reiziger, Danny Blind, Clarence Seedorf, Ronald De Boer, Jaap Stam, Edgar Davids, Patrick Kluivert, Dennis Bergkamp, Peter Hoekstra, Aron Winter, Phillip Cocu, Ruud Hesp, σχεδόν το μισό και πλέον ρόστερ, εμπεριείχε ονόματα βαριά. H επιστροφή στην κορυφή της Ευρώπης μετά το 1988 έμοιαζε αυτοσκοπός, ωστόσο η Ολλανδία ήταν «καζάνι που βράζει». Η πρόκριση έδειχνε να έρχεται άνετα μετά το 0-0 με τους Σκωτσέζους και το 2-0 επί των Ελβετών, ωστόσο το «δύσπεπτο» 1-4 από τους οικοδεσπότες Άγγλους, ήταν γροθιά στο στομάχι. Παρά τη πρόκριση στο «νήμα» στην ισοβαθμία με τη Σκωτία, η Γαλλία πέταξε εκτός τους «Oranje» στη διαδικασία των πέναλτι στον προημιτελικό, κλείνοντας έτσι μια διοργάνωση που ξεκίνησε με όνειρα, αλλά είχε σαθρές βάσεις.
Πριν ακόμα ξεκινήσει η τελική φάση του ευρωπαϊκού, ο Guus Hiddink είχε ανοίξει κόντρα με τους Davids, Seedorf, Reiziger και Kluivert, με τους τέσσερις ποδοσφαιριστές να διαμαρτύρονται πως παίρνουν λιγότερα χρήματα σε σχέση με τους υπόλοιπους παίκτες. Η διαμάχη επιβεβαιώθηκε και εκτραχύνθηκε μετά τη νίκη απέναντι στους Ελβετούς για τον όμιλο, μιας και ο Edgar Davids «τα έψαλλε» στον προπονητή του για τον λίγο χρόνο συμμετοχής που του έδινε. «O Hiddink βρίσκεται μέσα στον κώλο του Blind» έλεγε χαρακτηριστικά, ενώ κατηγορήθηκε έντονα και για την εμμονική χρησιμοποίηση του Jordi Cruyff.

Μέσα σε όλα, ο Hiddink κατηγορήθηκε για ρατσιστικούς διαχωρισμούς εντός ομάδας, μετά από ένα… τραπέζι. Όλη η αποστολή συγκεντρώθηκε για φαγητό στον κήπο του ξενοδοχείου όπου διέμενε, με τους παίκτες να χωρίζονται σε τρεις ροτόντες. Οι δύο είχαν μόνο λευκούς παίκτες, και η μια μόνο μαύρους. Ο δαιμόνιος Guus Dubbelman του Hollandse Hoogte, απαθανάτισε τη σκηνή, η φωτογραφία κυκλοφόρησε παντού και οι ψίθυροι έγιναν φωνές. Βέβαια, οι ίδιοι οι παίκτες αργότερα αρνήθηκαν την ύπαρξη ρατσιστικών διακρίσεων εντός ομάδας, ενώ εκείνη τη περιβόητη ημέρα τα τραπέζια ήταν τοποθετημένα έτσι για… γαστρονομικούς λόγους, μιας και το γκρουπ των μαύρων ποδοσφαιριστών είχε επιλέξει σουριναμέζικο μενού. Στην πραγματικότητα, τα χάσματα ήταν καθαρά οικονομικής φύσεως, αλλά η Ολλανδία είχε ήδη διαλυθεί εντός της.

Ρελάνς για την «σφαλιάρα» του 1994, φάνηκε να κάνει η Εθνική Γαλλίας. Μετά την απογοήτευση του αποκλεισμού στα προκριματικά του Παγκοσμίου των ΗΠΑ, οι «Tricolore» του Aime Jacquet στόχευαν σε κάτι καλό στα αγγλικά γήπεδα. Ο όμιλος με Ισπανούς, Ρουμάνους και Βούλγαρους δεν αποτέλεσε εμπόδιο, και οι Γάλλοι προκρίθηκαν ως πρώτοι με επτά βαθμούς, «ξορκίζοντας» τον εφιάλτη της Βουλγαρίας την τελευταία αγωνιστική, με την νίκη με 3-1. Οι Βούλγαροι ήταν οι υπαίτιοι του αποκλεισμού των «Tricolore» από το Μουντιάλ του 1994, μιας και είχαν κερδίσει με 1-2 μέσα στο Παρίσι.

Ο Jacquet, με μπροστάρηδες τους Blanc, Deschamps, Desailly, Djorkaeff, Zidane, Lizarazu, Thuram, Karembeu, προσπάθησε να «μακιγιάρει» την απουσία του αρχηγού Eric Cantona, που μετά το περιστατικό της επίθεσης στον φίλαθλο στην εξέδρα κατά τη διάρκεια του αγώνα με την Crystal Palace τον Ιανουάριο του 1995, αντιμετώπιζε οκτάμηνο αποκλεισμό. Έτσι μας «συστήθηκε» ο Zinedine Zidane, ένα δεκάρι που αγωνιζόταν με τη φανέλα της Bordeaux, και πάνω σε εκείνον και τον Youri Djorkaeff έπεσε το βάρος της επιθετικής δημιουργίας. Μετά τον όμιλο λοιπόν, πέταξε εκτός τους Ολλανδούς στα πέναλτι, χάρη στο χαμένο χτύπημα του Seedorf, αλλά στα ημιτελικά έπεσε θύμα της έκπληξης Τσεχίας. Ακόμα κι έτσι, η Γαλλία είχε κάνει δυναμικό comeback στα πράγματα.
«ΑΧΡΩΜΕΣ» ΙΣΠΑΝΙΑ ΚΑΙ ΙΤΑΛΙΑ
Ο Javier Clemente, ομοσπονδιακός εκλέκτορας των «Furias Rojas», επιχείρησε να στηριχθεί στις εγχώριες δυνάμεις που διήγαγαν εξαιρετικές ποδοσφαιρικές ημέρες, για να χτίσει ένα δυνατό υλικό που θα βοηθούσε τους Ισπανούς να διακριθούν στο ευρωπαϊκό. Fernando Hierro, Andoni Zubizarreta, Abelardo, Jose Emilio Amavisca, Jose Luis Caminero, Miguel Angel Nadal, Luis Enrique, Julio Salinas, Donato, Juan Antonio Pizzi και Sergi Barjuan, ήταν μερικά από τα ονόματα που έκαναν την ομάδα να δημιουργεί προσδοκίες. Η πρόκριση από τον όμιλο «αγκαζέ» με τους Γάλλους ήρθε με… «υπογλώσσια», καθώς χρειάστηκε ένα γκολ του Guillermo Amor στο 84° λεπτό του παιχνιδιού με τη Ρουμανία, την τελευταία αγωνιστική. Η νίκη με 2-1 έδωσε την πρόκριση με πέντε βαθμούς στους «Rojas», που δεν έπειθαν όμως. Οι επιλογές του Clemente όμως για τους εκτελεστές των πέναλτι στον προημιτελικό κόντρα στους Άγγλους δημιούργησαν ερωτηματικά, με τον Nadal να αστοχεί και την Ισπανία να μένει εκτός, παρά την θετική εμφάνισή της.

Η απογοήτευση του τουρνουά ήταν η Ιταλία, χωρίς αμφιβολία. Το υλικό που είχε ο Arrigo Sacchi τρόμαζε και ο Ιταλός τεχνικός ήθελε να πάρει το αίμα του πίσω μετά τον χαμένο τελικό του 1994. Παρά το ρήγμα στις σχέσεις του με τον Roberto Baggio, οι Paolo Maldini, Angelo Peruzzi, Alessandro Costacurta, Alessandro Nesta, Roberto Donadoni, Moreno Torricelli, Demetrio Albertini, Alessandro Den Piero, Roberto Di Matteo, Angelo Di Livio, Pierluigi Casiraghi, Diego Fuser, Enrico Chiesa, Fabrizio Ravanelli και Gianfranco Zola έδειχναν έτοιμοι να κουβαλήσουν την «Squadra Azzurra». Το ξεκίνημα με νίκη κόντρα στους Ρώσους με δύο γκολ του Casiraghi γέμισε αισιοδοξία, η ήττα από τους Τσέχους με 2-1 στη συνέχεια όμως, προσγείωσε τους «Azzurri». Πλέον ήθελαν καλύτερο αποτέλεσμα από την Τσεχία την τελευταία αγωνιστική, και την ώρα που έμεναν στο 0-0 με τη Γερμανία που έπαιζε με 10 λόγω αποβολής του Strunz από το 53′, η Τσεχία ισοφάριζε στο 88′ με τον Smicer τη Ρωσία σε ένα «τρελό» 3-3, αφήνοντας εκτός τους Ιταλούς. Αυτό ήταν και το πικρό φινάλε του Sacchi στην Εθνική Ιταλίας.

Από το «παράθυρο», η φιλόδοξη Πορτογαλία του Antonio Oliveira, επιχείρησε να κάνει το κάτι παραπάνω βασιζόμενη στο «φρέσκο» ρόστερ απαρτιζόμενο από τους Fernando Couto, Vitor Baia, Rui Costa, Figo, Paulo Sousa, Joao Pinto, Sa Pinto, Carlos Secretario και στην πείρα του Oceano. Έκανε «πλάκα» στον 4° όμιλο, κερδίζοντας με 1-0 τη Τουρκία και 3-0 τη Κροατία, και προκρίθηκε με επτά βαθμούς ως πρώτη, αφού στην πρεμιέρα έμεινε στο 1-1 με τη κάτοχο του τίτλου Δανία. Η συνάντησή της ωστόσο με την Τσεχία στα προημιτελικά, της έκοψε το δρόμο για διάκριση, πάντως μας συνέστησε το φοβερό δίδυμο των τότε «next big things» Figo και Rui Costa.
H ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΚΠΛΗΞΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΔΕΙΩΝ ΕΞΕΔΡΩΝ
Αναμφίβολα, η διοργάνωση είχε αρκετές συγκινήσεις. Κορυφαία όλων, ίσως ήταν το χαμένο πέναλτι του Southgate στον ημιτελικό. Το ματς «γκραν γκινιόλ» της Ρωσίας με την Τσεχία, τα αγχώδη παιχνίδια των Ισπανών, ο τελικός του «χρυσού γκολ» του Bierhoff, η γκολάρα του Gascoigne με τη Σκωτία και ο πανηγυρισμός, οι δραματικές διαδικασίες των πέναλτι, συνέθεσαν μιαν άκρως ενδιαφέρουσα διοργάνωση. Η πρωταθλήτρια Ευρώπης του 1992 Δανία έμεινε νωρίς εκτός, η Ιταλία έπεσε θύμα της απερισκεψίας της, η Ολλανδία «βυθίστηκε» από τα εσωτερικά προβλήματά της, την ώρα που οι Τσεχία και Κροατία έκαναν την επανάσταση τους, η Πορτογαλία εμφάνιζε μια ενδιαφέρουσα ποδοσφαιρική πρόταση και η Γερμανία έδειχνε «πολύ σκληρή για να πεθάνει».
Αυτό που έμεινε στην ιστορία ως αρνητικό για την διοργάνωση του «When football came home», ήταν οι άδειες εξέδρες. Παρά τα αρκετά κενά καθίσματα πάντως, σημειώθηκε ο δεύτερος υψηλότερος αριθμός θεατών συνολικά σε ευρωπαϊκό πρωτάθλημα (1.276.000 συνολικά) και ανά αγώνα (41.158), αριθμός που καταρρίφθηκε μόλις το 2012. Πάντως, τα στοιχεία αυτά βασίστηκαν στα πωληθέντα εισιτήρια και όχι στο πόσα εν τέλει κόπηκαν, αριθμός σαφέστατα μικρότερος.
Για την ιστορία, πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης αναδείχθηκε ο Alan Shearer με πέντε τέρματα (ακολούθησαν με τρία οι Hristo Stoichkov, Davor Suker, Brian Laudrup και Jurgen Klinsmann) και καλύτερος παίκτης ο Matthias Sammer. Η χαμένη ευκαιρία της αγγλικής εθνικής ομάδας, ήταν άγνωστο τότε πόσο μεγάλη υπήρξε, 24 χρόνια μετά μπορεί πλέον να επιβεβαιωθεί με τον πλέον πειστικό τρόπο. Εκείνος ο ημιτελικός στοίχειωσε τα «Τρία Λιοντάρια» με μια κατάρα, που παρολίγον να ξορκίσει ο ίδιος ο Gareth Southgate, ως τεχνικός πλέον της Εθνικής Αγγλίας. Φευ. Και το 2018 στο Παγκόσμιο Κύπελλο, ο ημιτελικός απεδείχθη εμπόδιο απροσπέλαστο. Μέχρι τον επόμενο ημιτελικό, που ίσως να είναι ο «φαρμακερός», και μαζί με την Αγγλία ο Southgate να ξορκίσει τον δαίμονα του Andreas Kopke…