Micky Quinn: Μια ζωή γεμάτη γκολ και… ατασθαλίες

«He’s fat. He’s round. He’s worth a million pounds, Micky Quinn», ζητοκραύγαζαν οι οπαδοί κάθε ομάδας στην οποία αγωνίστηκε όταν πετύχαινε κάποιο γκολ. Όχι μόνο δεν παρεξηγούνταν όταν στα αγγλικά γήπεδα τον αποκαλούσαν «Hippofatamus» ή «Sumo», αλλά αντιθέτως αυτοσαρκαζόταν τιτλοφορώντας την αυτοβιογραφία του «Who ate all the pies?». Ο Micky Quinn, μία από τις πιο καλτ μορφές του βρετανικού ποδοσφαίρου, παρά τα παραπανίσια κιλά του, κατείχε την τέχνη του σκοραρίσματος όσο λίγοι.

 

Ο Michael (Micky) Quinn γεννήθηκε στην περιοχή Everton της πόλης του Liverpool στο Merseyside το 1962, και ήταν το τέταρτο κατά σειρά παιδί του Michael Quinn και της Patricia Silvano. Από την ηλικία των πέντε ετών, ζούσε στο αγρόκτημα Cantril και από νεαρή ηλικία ήταν υποστηρικτής της Liverpool, αν και γεννημένος στην περιοχή του Everton. Μάλιστα, ήταν εγγονός του Ιταλού πυγμάχου Luigi Silvano (γνωστός επαγγελματικά ως Lou Sullivan), ο οποίος πέθανε το 1948 σε ηλικία μόλις 39 ετών.

Ο Quinn έκανε τα πρώτα του βήματα στο χώρο του ποδοσφαίρου στην Derby County, υπογράφοντας με την ομάδα των East Midlands το 1978, όταν και παράτησε το σχολείο στα 16 του χρόνια. Ωστόσο, δεν κατάφερε να παραμείνει παραπάνω από τέσσερις μήνες στο Baseball Ground και επέστρεψε πίσω στο Merseyside, μη καταφέρνοντας να προσαρμοστεί σε τόσο μικρή ηλικία σε μία ξένη πόλη. Πρόθυμος όμως να συνεχίσει να κυνηγάει το όνειρό του και να ασχοληθεί επαγγελματικά με το ποδόσφαιρο, τον Σεπτέμβριο του 1979 πηγαίνει στην Wigan. Μάλιστα, λίγους μήνες αργότερα υπογράφει το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο με τους «Latics», κάνοντας το ντεμπούτο του στην Tέταρτη Kατηγορία (Fourth Division) υπό την καθοδήγηση του Ian McNeill, τον Απρίλιο του 1980, λίγο πριν τα 18α γενέθλιά του. Κατά την θητεία του στο Springfield Park πετυχαίνει 19 τέρματα σε 69 εμφανίσεις, όλα στην Τέταρτη Κατηγορία.

 

Αφού βοήθησε την Wigan να πετύχει την άνοδο στην Τρίτη Κατηγορία (Third Division) το 1982, ο νέος προπονητής της ομάδας, Larry Lloyd, θεώρησε πως ο Quinn δεν είχε τις ικανότητες και την απαραίτητη εμπειρία για να ανταπεξέλθει στην συγκεκριμένη κατηγορία. Τελικά υπογράφει στην Stockport ως ελεύθερος, η οποία αγωνιζόταν ακόμη στην Τέταρτη Κατηγορία και εκεί είναι που καθιερώνεται ως ένας κλασικός φορ. Έχοντας δείξει πλέον την αξία του και το τι μπορεί να κάνει στο γήπεδο, ο Quinn προσελκύει το ενδιαφέρον του προπονητή της Oldham, Joe Royle, η οποία αγωνιζόταν στην Δεύτερη Κατηγορία (Second Division) της χώρας, δαπανώντας τον Γενάρη του 1984 το ποσό των 53 χιλιάδων λιρών για να τον κάνει δικό της. Στο Boundary Park παραμένει για παραπάνω από δύο χρόνια και αποδεικνύεται ένας σκόρερ με εξαιρετικές ικανότητες.

Ύστερα από τα 34 γκολ σε 80 παιχνίδια με την φανέλα της Oldham, ο Quinn μετακομίζει στην Portsmouth τον Μάρτιο του 1986, με τον προπονητή της ομάδας να πληρώνει 150 χιλιάδες λίρες για τις υπηρεσίες του, σε μία προσπάθεια για άνοδο του συλλόγου στην Πρώτη Κατηγορία (First Division). Ωστόσο, η ομάδα του αγγλικού Νότου, χάνει τον απευθείας προβιβασμό την τελευταία αγωνιστική της σεζόν, κάτι το οποίο είχε συμβεί και την αμέσως προηγούμενη. Κάπου εκεί ξεκινούν και τα προβλήματα με την δικαιοσύνη για τον Quinn, καθώς τον Απρίλιο του 1986 κρίθηκε ένοχος για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, λαμβάνοντας πρόστιμο 100 λιρών, καθώς και απαγόρευση οδήγησης για ένα χρόνο λόγω ενός παρόμοιου περιστατικού στο οποίο συμμετείχε στο Liverpool, ένα χρόνο νωρίτερα. Όμως, δεν έδειξε να βάζει… μυαλό και παραβίασε την απαγόρευση οδήγησης δύο φορές την ίδια χρονιά και τον Γενάρη του 1987 καταδικάζεται σε φυλάκιση 21 ημερών, όμως αφέθηκε ελεύθερος, ύστερα από 14 ημέρες στη φυλακή.

 

Παρά τις ποινές που του επιβλήθηκαν, δεν σταμάτησε να απασχολεί την ομάδα με την ιδιαίτερη συμπεριφορά του. Στο τέλος της εντός έδρας αναμέτρησης με αντίπαλο την West Brom στις 25 Οκτωβρίου του 1986, απομακρύνθηκε από τον αγωνιστικό χώρο από αστυνομικούς (!) μαζί με τον συμπαίκτη του στους «Pompeys», Paul Wood, καθώς ακούστηκαν να βρίζουν χυδαία έναν από τους επόπτες του παιχνιδιού, κατά τη διάρκεια του δευτέρου ημιχρόνου.

Παρ ‘όλα αυτά, ο Quinn ήταν ο πρώτος σκόρερ της Portsmouth, πετυχαίνοντας 24 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις, βοηθώντας τους «Pompeys» να επιστρέψουν στην Πρώτη Κατηγορία για πρώτη φορά από τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Ωστόσο, η Portsmouth υποβιβάζεται κατευθείαν στην Δεύτερη Κατηγορία, ύστερα από μόλις ένα χρόνο στο υψηλότερο επίπεδο της χώρας, με τον «Mick» να σημειώνει 11 τέρματα εκείνη τη σεζόν. Ζυγίζοντας πλέον περίπου 88 κιλά, τα γκολ του πανηγυρίζονταν από τους οπαδούς της ομάδας με το τραγούδι «Είναι χοντρός, είναι στρογγυλός, αξίζει ένα εκατομμύριο λίρες, Micky Quinn, Micky Quinn!» Τον Αύγουστο του 1987, απασχολεί για ακόμη μια φορά με τον χαρακτήρα του, καθώς ύστερα από την δήλωσή του πως είναι: «ο σκληρότερος άνθρωπος στο ποδόσφαιρο», κλήθηκε από την Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία να πληρώσει πρόστιμο ύψους πέντε χιλιάδων λιρών.

Παρά τις ιδιαιτερότητες του, ο Quinn παρέμεινε στο Fratton Park και την επόμενη σεζόν (1988/89), σκοράροντας μάλιστα 20 τέρματα, ωστόσο, η Portsmouth κατέλαβε μόλις την 20η θέση στο πρωτάθλημα της Δεύτερης Κατηγορίας, με την καλή συγκομιδή βαθμών στις πρώτες αγωνιστικές να την σώζει από δεύτερο συνεχόμενο υποβιβασμό. Στα μέσα της χρόνιας, ο προπονητής της ομάδας, Alan Ball, αποχώρησε από τον σύλλογο και τον διαδέχθηκε ο John Gregory, με τον τελευταίο να δίνει το περιβραχιόνιο του αρχηγού στον Quinn. Μάλιστα, όταν έληξε το συμβόλαιό του στο τέλος της σεζόν, οι «Pompeys» του προσέφεραν νέο, με καλύτερες απολαβές, όμως απέρριψε την πρόταση, ελπίζοντας σε κάποια προσφορά από ομάδα της Πρώτης Κατηγορίας.

 

Τελικά η πρόταση που περίμενε δεν θα φτάσει, ωστόσο, η Newcastle που μόλις είχε υποβιβαστεί στην Δεύτερη Κατηγορία, θα δαπανήσει το ποσό των 800 χιλιάδων λιρών για να τον κάνει δικό της. Ο τεχνικός της Portsmouth, John Gregory, είχε ζητήσει 1,5 εκατομμύρια λίρες (ένα εξαιρετικά μεγάλο ποσό για παίκτη της Δεύτερης Κατηγορίας εκείνη την εποχή), όμως ο προπονητής των Magpies, Jim Smith, προσέφερε μόλις 250 χιλιάδες λίρες με το τελικό ποσό της μεταγραφής να καθορίζεται από δικαστήριο! Όλη αυτή η ιστορία είχε ως αποτέλεσμα ο Quinn να γίνει μία από τις πιο ακριβές μεταγραφές στην ιστορία των «Magpies», ως εκείνη την περίοδο.

Στο ντεμπούτο του με την φανέλα της Newcastle είναι πραγματικά καταιγιστικός, καθώς πετυχαίνει τέσσερα(!) γκολ στη νίκη-ανατροπή της ομάδας του με 5-2 απέναντι στην Leeds και γίνεται πολύ γρήγορα ο αγαπημένος των οπαδών των «Geordies». Στην πορεία της σεζόν εξελίσσεται σε «μηχανή των γκολ» και αναδεικνύεται πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος για τη σεζόν 1989/90 με 34 γκολ και συνολικά 39 σε όλες τις διοργανώσεις! Ωστόσο, η επιστροφή στη μεγάλη κατηγορία δεν θα επιτευχθεί, καθώς οι «Καρακάξες» δεν θα καταφέρουν να ξεπεράσουν το εμπόδιο της γειτονικής -μισητής- αντιπάλου Sunderland, στα πλέι οφ ανόδου. Την επόμενη σεζόν ο Quinn πετυχαίνει 20 τέρματα, όμως, η ομάδα του δεν εντυπωσιάζει και τερματίζει τελικά μόλις στη 10η θέση του βαθμολογικού πίνακα. Μάλιστα πριν την ολοκλήρωση της σεζόν, ο προπονητής που προσέγγισε και έφερε τον Quinn στην Newcastle, Jim Smith, απολύεται και τον διαδέχεται η μεγάλη μορφή της Tottenham και της Αργεντινής, Ossie Ardiles.

 

Η επόμενη σεζόν δεν ξεκινάει και με τους καλύτερους οιωνούς, καθώς τον Οκτώβριο του 1991 ο Quinn θα μείνει εκτός δράσης για τρεις μήνες και θα σκοράρει μόλις επτά γκολ σε 22 αγώνες σε ολόκληρη τη σεζόν. Η σεζόν 1991/92 ήταν αναμφίβολα η χειρότερη στην ιστορία της Newcastle, καθώς το μόνο που κατάφερε η ομάδα του αγγλικού Βορρά, ήταν η αποφυγή του υποβιβασμού στην Τρίτη Κατηγορία. Ο Ardiles απολύθηκε τον Φεβρουαρίου του 1992 και τον διαδέχτηκε ο Kevin Keegan, με τον Quinn να έρχεται σε ρήξη με τον θρύλο της Liverpool λίγο αργότερα.

Κατά το ξεκίνημα της σεζόν 1992/93, δεν βρισκόταν στα πλάνα του προπονητή του και η ομάδα του Tyneside αποφασίζει να τον παραχωρήσει τον Νοεμβρίου του 1992 στην Coventry, το «αφεντικό» της οποίας, Bobby Gould, κατέβαλε το ποσό των 250 χιλιάδων λιρών για τις υπηρεσίες του, ύστερα από το «όχι» σε προσφορά της Aston Villa, η οποία συμμετείχε κι εκείνη στην Premier League την ίδια σεζόν. Σε ηλικία 30 ετών, ο Quinn θα έπαιζε στην κορυφαία κατηγορία του Αγγλικού ποδοσφαίρου, μόλις για δεύτερη φορά στην καριέρα του.

 

Κατά τη διάρκεια των πρώτων του έξι μηνών στο Highfield Road, ο Quinn είχε σκοράρει ήδη 17 τέρματα στο πρωτάθλημα της Premier League, 10 εκ των οποίων ήταν στους πρώτους έξι αγώνες της σεζόν! Μάλιστα, σκοράροντας στους τέσσερις πρώτους του αγώνες, τον καθιστά ως έναν από τους επτά παίκτες που πετυχαίνουν κάτι αντίστοιχο. Επίσης, με τα 13 του τέρματα στους πρώτους του 10 αγώνες, κατέχει το σχετικό ρεκόρ στην Premier League, το οποίο ισοφαρίστηκε μόλις πριν μερικές μέρες από τον Bruno Fernandes της Manchester United.

Το εκπληκτικό σερί τερμάτων του Quinn, περιελάμβανε από δύο γκολ απέναντι σε Manchester City, Southampton, Liverpool και Aston Villa. Τα… «one man show», ωστόσο, δεν ήταν αρκετά για να οδηγήσουν την Coventry πέρα από την 15η θέση στον τελικό πίνακα του πρωταθλήματος, με τους «Sky Blues» να φτάνουν μέχρι και την τέταρτη θέση κατά τη διάρκεια της σεζόν. Η ομάδα βελτίωσε τη θέση της στον βαθμολογικό πίνακα της επόμενης σεζόν, τερματίζοντας στην 11η θέση, με τον Quinn να σημειώνει οκτώ γκολ στο πρωτάθλημα, ξεκινώντας τη σεζόν 1993/94 με ένα hat-trick εναντίον της Arsenal, σε μια νίκη με 3-0 στο ιστορικό Highbury, το πρώτο παιχνίδι που παίχτηκε στο ανακαινισμένο και αποκλειστικά με θέσεις καθήμενων γήπεδο της Arsenal.

 

Ο Quinn είχε βρεθεί πολύ κοντά στην πρώτη του κλήση στην εθνική Αγγλίας στις αρχές του 1993, σε μια περίοδο που ο Alan Shearer και ο David Platt δεν ήταν διαθέσιμοι λόγω τραυματισμού, ωστόσο, η κίνηση από τον ομοσπονδιακό τεχνικό, Graham Taylor, δεν έγινε ποτέ. Ο αείμνηστος Jack Charlton είχε ήδη προσεγγίσει τον «Mick» με σκοπό να παίξει για την εθνική ομάδα της Ιρλανδίας (Έιρε), κάτι που όμως δεν προχώρησε, καθώς ο πλησιέστερος συγγενής του με καταγωγή από την Ιρλανδία ήταν ένας προπάππος του, ενώ χρειαζόταν τουλάχιστον έναν συγγενή Β’ βαθμού με καταγωγή από την Ιρλανδία για να καταφέρει να αγωνιστεί με τα χρώματα των «Boys in Green». Επίσης, είχε το δικαίωμα να παίξει για την εθνική Ιταλίας, λόγω της ιταλικής καταγωγής του παππού του.

Η επόμενη σεζόν (1994/95) δεν εξελίσσεται ιδανικά για τον Quinn, καθώς πραγματοποίησε μόλις τρεις εμφανίσεις με την ομάδα της Coventry, αφού οι σχέσεις του με τον τεχνικό της ομάδας, Phil Neal, είχαν διαταραχθεί, λόγω ενός επεισοδίου στο τρίτο παιχνίδι της σεζόν με αντίπαλο την Blackburn. Συν τοις άλλοις, οι «Sky Blues» είχαν μόλις αποκτήσει από την Manchester United τον επιθετικό Dion Dublin, για τον οποίο δαπάνησαν το ποσό των δύο εκατομμυρίων λιρών, με αποτέλεσμα ο Quinn να χάσει οριστικά την θέση του στην βασική ενδεκάδα της ομάδας, αποφασίζοντας να ζητήσει μεταγραφή σε άλλο σύλλογο. Τελικά, παραχωρείται με την μορφή δανεισμού σε Plymouth και Watford, για το υπόλοιπο της σεζόν, δίχως όμως να καταφέρει να δείξει κάτι σε διάστημα μόλις λίγων συμμετοχών.

 

O Quinn θέλησε να κάνει ένα restart και να βγει εκτός συνόρων, αποφασίζοντας να αγωνιστεί στην χώρα μας, καθώς φόρεσε την σεζόν 1995/96 τα χρώματα του ΠΑΟΚ! Στην Θεσσαλονίκη έρχεται ως ο «μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής που έχει πατήσει το πόδι του στην Ελλάδα» και ως ο «βομβαρδιστής του αγγλικού πρωταθλήματος», αλλά με πολλά παραπανίσια κιλά και δίχως το χαρακτηριστικό μουστάκι του. Ο Αγγλος είχε συμφωνήσει με τον τότε πρόεδρο του «Δικέφαλου», Θωμά Βουλινό, για αμοιβή που ξεπερνούσε τις 100 εκατομμύρια δραχμές. Σε 10 αγώνες πρωταθλήματος πέτυχε μόλις ένα γκολ κόντρα στον Ηρακλή (το οποίο ήταν και το τελευταίο της καριέρας του) και άλλα δύο με την Κόρινθο και την Κοζάνη για το Κύπελλο.

Η οικονομική ασυνέπεια της τότε διοίκησης αλλά και η φυγή του εμβληματικού Arie Haan από τους «Ασπρόμαυρους», είχε ως συνέπεια να μην αποδώσει αυτά που θα περίμενε κανείς από έναν ποδοσφαιριστή με 234 γκολ στα γήπεδα της Αγγλίας. Μολονότι η θητεία του στο ελληνικό ποδόσφαιρο αποδείχθηκε βραχεία, δεν έκρυψε την εκτίμηση του για τον ΠΑΟΚ και τους οπαδούς του (και το αντίστροφο), καθώς κατά καιρούς, μέσω του προσωπικού του λογαριασμού στο Twitter, θυμάται το πέρασμά του από την ομάδα της Θεσσαλονίκης, το οποίο ήταν ιδιαίτερο για εκείνον, καθώς ήταν και η τελευταία ομάδα της καριέρας του.

 

Σήμερα, ο «Mick» τελεί χρέη εκφωνητή στον αθλητικό ραδιοφωνικό σταθμό TalkSPORT, ενώ παράλληλα είναι ιδιοκτήτης και εκπαιδευτής αλόγων που τρέχουν σε αγώνες στον ιππόδρομο. Η αυτοβιογραφία του με τον υπέροχο τίτλο «Who Ate all the Pies?» είναι ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάσεις αν αγαπάς το ποδόσφαιρο αλλά και το… κουτσομπολιό. Ας κλείσουμε αυτό το αφιέρωμα με τα… δικά του λόγια:

«Οι γυναίκες μου την έπεφταν άγρια. Την περίοδο που έπαιζα στην Portsmouth, είχα ταυτόχρονα τέσσερις γκόμενες, όλες μπαργούμεν, κάτι που φανερώνει πολλά για τον τρόπο ζωής μου εκείνο τον καιρό. Όταν πήγαινα στα κλαμπ, πανέμορφες γυναίκες με πλησίαζαν και μου ψιθύριζαν στο αυτί «θέλω να σε γ****ω». Κάποιες μου έχωναν στην τσέπη χαρτάκια με τα τηλέφωνά τους. Ένιωθα σα να ήμουν ο Rod Stewart. Μια φορά, μία δεκαεννιάχρονη μπαργούμαν, η Cindy, με πήρε τηλέφωνο να μου πει πόσο της λείπω. Η κοπέλα μου η Shyla ήταν στον επάνω όροφο όταν απάντησα και είπα στη Cindy πως τελειώσαμε. Η πιτσιρίκα ξεκίνησε να ουρλιάζει, να λέει πως μ’ αγαπάει και ξαφνικά άκουσα ένα ‘κλικ’. Ω, ρε π****η. Η Shyla άκουγε από το άλλο τηλέφωνο επάνω. Αυτό ήταν, τον ήπια.

 

Η Shyla είχε εξοργιστεί, αλλά μετά από περίπου δύο ώρες ψεμάτων πίστεψα πως την είχα ηρεμήσει και πέσαμε για ύπνο. Αλλά η Shyla μόνο χαζή δεν ήταν. Μετά την προπόνηση της επομένης, αποφάσισα να περάσω την υπόλοιπη μέρα με ποτά και ιπποδρομίες. Πήγαμε με τρεις φίλους στο κοντινότερο στοιχηματζίδικο και γυρίσαμε σπίτι μου για να δούμε τις κούρσες. Ανοίγω την εξώπορτα και μου πέφτει το σαγόνι. Το σπίτι ήταν άδειο. Εντελώς άδειο. Όλα τα έπιπλα είχαν εξαφανιστεί, δεν είχε μείνει σχεδόν τίποτα. Η Shyla είχε φωνάξει τον αδερφό της από το Liverpool και με ένα φορτηγό είχαν πάρει τα πάντα.

Αλλά δεν αφήσαμε όλο αυτό να μας χαλάσει τη διάθεση. Είχε αφήσει το ψυγείο, το οποίο για καλή μας τύχη ήταν ακόμα γεμάτο με μπύρες. Βρήκα ένα ραδιόφωνο, καθίσαμε στο χαλί και ακούγαμε τα αποτελέσματα των ιπποδρομιών».