Ο βίος του πρώτου έγχρωμου ποδοσφαιριστή στην ιστορία του βρετανικού ποδοσφαίρου

Ο Andrew Watson θεωρείται ως ο πρώτος έγχρωμος ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε σε βρετανικό και διεθνές επίπεδο.

 

Αν και πιστεύονταν ότι πρώτος στην «λίστα» αυτή ήταν ο Arthur Wharton, η καριέρα του Watson προηγήθηκε επί μία δεκαετία. Ο Watson γεννήθηκε στις 24 Μαίου του 1865 και τίμησε την φανέλα της Σκωτίας τρεις φορές την περίοδο μεταξύ 1881 και 1882. Το eyap.gr γυρνάει το χρόνο πίσω και σας μεταφέρει στις 12 Μαρτίου του 1881, όπου περίπου 10.000 Άγγλοι φίλαθλοι παρευρέθηκαν στο Oval του Λονδίνου, το οποίο σήμερα χρησιμοποιείται για αγώνες κρίκετ, για να παρακολουθήσουν το παιχνίδι μεταξύ της Αγγλίας και της Σκωτίας. Τότε θα έμεναν με ανοιχτό το στόμα. Όχι τόσο για το εις βάρος τους αποτέλεσμα με 6-1, κάτι το οποίο δεν αποτελούσε έκπληξη εκείνη την περίοδο, αλλά για το γεγονός ότι μπροστά τους είδαν έναν έγχρωμο να παίζει ποδόσφαιρο, κάτι το οποίο ήταν εξωπραγματικό για τα δεδομένα της εποχής εκείνης.

 

 

Όχι μόνο αυτός ο έγχρωμος είχε φορέσει το περιβραχιόνιο του αρχηγού της Σκωτία, αλλά υπήρξε εκείνος ο καλύτερος ποδοσφαιριστής στο γρασίδι για εκείνο το παιχνίδι. Κομψός εντός, αλλά και εκτός γηπέδου, εξαιρετικά δυνατός, τακτικός και ταυτόχρονα γενναίος και «καθαρός» στις επεμβάσεις, είχε επισκιάσει τους αντιπάλους του με αναμφισβήτητο τρόπο.

Ο Andrew Watson γεννήθηκε στη Demerara, στη Βρετανική Γουιάνα, η οποία ήταν το όνομα της Βρετανικής αποικίας στη βόρεια ακτή της Νότιας Αμερικής, όπου σήμερα βρίσκεται το ανεξάρτητο κράτος της Γουϊάνας. Ο πατέρας του, Peter Miller Watson, ήταν ένας πλούσιος Σκωτσέζος επιχειρηματίας της εποχής, που ασχολούνταν με τη συγκομιδή ζάχαρης και είχε αναπτύξει σχέσεις με μια γυναίκα από τη σημερινή Γουιάνα, η οποία εργάζονταν στην επιχείρηση του. Ήταν ο πατέρας του αυτός που τον έφερε στη Μεγάλη Βρετανία, στο Λονδίνο αρχικά και έπειτα στη Γλασκώβη, σε νεαρή ηλικία, έτσι ώστε να αποκτήσει σωστή εκπαίδευση και να σπουδάσει.

 

 

Εξελίχθηκε σε σπουδαίο φοιτητή, με κλίση προς τις θετικές επιστήμες, καθώς επίσης και σε λαμπρό ποδοσφαιριστή, σε σημείο να κερδίσει μια θέση στην ομάδα της Queen’s Park F.C., μετά από μια δοκιμαστική προπόνηση, που άφησε τους παίκτες της τότε ισχυρότερης ομάδας στον κόσμο με ανοιχτό το στόμα. Η «μητέρα φύση» είχε δώσει περίσσιο ταλέντο, καθώς επίσης και φυσικές ικανότητες στον Andrew, ο οποίος συνδύασε τις δύο αυτές αρετές με μεγάλη εξυπνάδα, καταφέρνοντας έτσι να μάθει τα «μυστικά» των μεγάλων πρωταθλητών, με τους οποίους αγωνιζόταν και αισίως να ολοκληρώσει τον εαυτό του για να γίνει και ο ίδιος πρωταθλητής.

 

 

Οι Άγγλοι, στο παιχνίδι με τη Σκωτία, γοητεύθηκαν από την πρώτη φορά με αυτόν τον «αλλόκοτο» χαρακτήρα και στη συνέχεια λάτρεψαν την εξαίρετη εκπαίδευση του. Μάλιστα το 1882 μετακόμισε στο Λονδίνο για να διαχειριστεί την αλυσίδα των αποθηκών χονδρικής, που είχε ανοίξει με την κληρονομιά που άφησε ο πατέρας του. Αγωνίστηκε με την Swifts του Charles Bambridge, τον μοναδικό παίκτη που κατάφερε να τον «ξεπεράσει» στο Oval το προηγούμενο έτος και να σκοράρει το γκολ της τιμής σε εκείνο το ιστορικό παιχνίδι. Έπειτα φόρεσε τη φανέλα της Corinthian Football Club, ενός ερασιτεχνικού συλλόγου με έδρα το Λονδίνο από το 1884 μέχρι το 1885, σύλλογος ο οποίος ήταν διάσημος σε όλη την υφήλιο για το ήθος και το fair play καθιερώνοντας τα ιδανικά των ερασιτεχνών συλλόγων.

 

 

Μετά το θάνατο της αγαπημένης του συζύγου, ο Andrew Watson μετακόμισε στο Λίβερπουλ, όπου εισήλθε στον κόσμο του ναυτιλιακού εμπορίου, λόγω της νέας συντρόφου του, κόρης ενός φημισμένου εφοπλιστή, ο οποίος γρήγορα συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να εμπιστευτεί τον κομψό άνθρωπο, που ήρθε από τη μακρινή Γουιάνα. Το «κύκνειο άσμα» του ως ποδοσφαιριστής ήταν μια εποχή με μία από τις καλύτερες ομάδες του Λίβερπουλ, την Bootle, στην οποία διακρίθηκε μέχρι να αποκομίσει έναν τραυματισμό στο γόνατο, που τον έπεισε, μαζί με τις όλο και πιο πιεστικές εργασιακές του δεσμεύσεις, να κρεμάσει τα παπούτσια του. Ακόμα παραμένει άγνωστο εάν στην Bottle αμείβονταν, διότι ο σύλλογος πρόσφερε μισθούς σε κάποιους από τους ποδοσφαιριστές, κάτι το οποίο δε μπορεί να τον καθιερώσει ως τον πρώτο έγχρωμο επαγγελματία ποδοσφαιριστή, τίτλος ο οποίος ανήκει στον Arthur Wharton.

 

 

Έχοντας γίνει ναυτικός για λογαριασμό του πεθερού του, ο Andrew Watson ταξίδεψε σε ολόκληρο τον κόσμο, επισκέπτοντας κυρίως τις αποικίες της Ινδίας και της Αυστραλίας. Σε αυτά του τα ταξίδια θα κηρυχθεί νεκρός την «αυγή» του 20ου αιώνα, μακριά από το σπίτι του και θαμμένος σε έναν άγνωστο τάφο. Στην πραγματικότητα, ήταν μόνο ένα λάθος, μάλλον λόγω συνωνυμίας, επειδή ο πρωταθλητής της ιστορίας μας, που είχε καταπλήξει τους Βρετανούς για το χρώμα του δέρματός του και τη μεγάλη του ικανότητα στον ναυτιλιακό τομέα, συνέχισε να εργάζεται άψογα για τα πλοία της νέας οικογένειας του, μέχρι να πάρει σύνταξη. Η τελευταία έλαβε χώρα λίγο πριν από το θάνατό του από πνευμονία το 1921, όταν είχε μόλις γίνει 64 ετών.

 

 

Γεννήθηκε στη Νότια Αμερική, μεγάλωσε στη Σκωτία, έγινε «μεγάλος» στο Λονδίνο και έπειτα εξάσκησε τη ναυσιπλοΐα στις επτά θάλασσες. Ο Andrew Watson ήταν ο πρώτος έγχρωμος ποδοσφαιριστής στην ιστορία, ένας πραγματικός κύριος, ένας απόλυτος πρωταθλητής και χωρίς αμφιβολία το σύμβολο του πώς το ποδόσφαιρο γεννήθηκε για να ενώσει ανθρώπους, γενιές και κουλτούρες και όχι για να τις χωρίσει.

 

Συντάκτης: Γιουτζίν Γιώργος Ζελέγκου