The Ashton Gate Eight: Η θυσία των οκτώ που έσωσαν την Bristol City

Στο σύγχρονο ποδόσφαιρο είμαστε πια όλοι εξοικειωμένοι με όρους όπως η προσφυγή, το Financial Fair Play, το administration και το μεταγραφικό εμπάργκο, κανόνες που έχουν πια θεσπιστεί ώστε να προφυλάσσονται οι σύλλογοι, αλλα κυρίως οι παίκτες από την οικονομική εκμετάλλευση ή κατάρρευση. Πριν από περίπου 40 χρόνια όμως, όταν η Bristol City βρέθηκε στα πρόθυρα της οριστικής διάλυσης λόγω χρεών, οι οκτώ πιο ακριβοπληρωμένοι παίκτες της επέλεξαν να την σώσουν αντί να σωθούν, γράφοντας ιστορία!

 

Η Αγγλία, ούσα η «γενέτειρα» του ποδοσφαίρου, έχει την τύχη να «φιλοξενεί» στις -επαγγελματικές και μη- κατηγορίες του εγχώριου πρωταθλήματος, τις μακροβιότερες και κατ’ επέκταση κάποιες από τις πιο ιστορικές, από πλευράς επιτυχιών, ομάδες του «βασιλιά των σπορ». Αρκετές από τις ομάδες που συμμετέχουν στις κατηγορίες του αγγλικού πρωταθλήματος είναι δημιουργήματα της εργατικής τάξης. Ωστόσο, με το πέρασμα των χρόνων και την ανάπτυξη του ποδοσφαίρου, πολλές από αυτές τις ομάδες, που έχουν αγωνιστεί στην πρώτη κατηγορία της χώρας, έχουν καταφέρει να μετατραπούν σε πρωταγωνιστές των εγχώριων και των ευρωπαϊκών διοργανώσεων και να «αντλήσουν» έτσι, θαυμαστές και οπαδούς από κάθε σημείο του πλανήτη.

Φυσικά, η διεθνής φήμη των αγγλικών ομάδων και η αύξηση των οπαδών τους, μεταφράζεται και σε επιπλέον κέρδη για τους ιδιοκτήτες τους και το γεγονός αυτό έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον πολλών πλουσίων, που είτε έχουν προχωρήσει στην αγορά κάποιου συλλόγου, είτε ενδιαφέρονται να το κάνουν με την πρώτη ευκαιρία. Ωστόσο, κάποιες από τις αγγλικές ομάδες που πλέον βρίσκονται σε καλή οικονομική κατάσταση, έχουν φλερτάρει στο παρελθόν με τη χρεοκοπία, ακόμα και με τη διάλυση. Μια από τις ομάδες αυτές, είναι και η Bristol City, η οποία, το 1982, σώθηκε χάρη στην αυτοθυσία οκτώ παικτών της, η οποία όμως κρύβει μια όχι και τόσο ρομαντική ιστορία από πίσω.

 

eight ashton gate

 

Η Bristol City κατάφερε από τα πρώτα της κιόλας χρόνια να γίνει η κυρίαρχη ομάδα του Μπρίστολ, παρά το γεγονός του ότι δεν είναι η πρώτη ιδρυθείσα ομάδα της πόλης. Φυσικά, όπως σχεδόν και κάθε άλλη ποδοσφαιρική ομάδα, έτσι και οι «Robins» πέρασαν τα δικά τους «πέτρινα χρόνια» από τα οποία κατάφεραν να ξεφύγουν και πλέον, αν και απέχουν εδώ και δεκαετίες από την πρώτη κατηγορία του αγγλικού πρωταθλήματος, φαίνεται πως κάνουν και συνεχίζουν να κάνουν αργά αλλά σταθερά βήματα, τα οποία εξασφαλίζουν πρωτίστως όσο μεγαλύτερη οικονομική άνεση γίνεται και δευτερευόντως την ευκαιρία να παραμένουν ανταγωνιστικοί στην δεύτερη κατηγορία στην οποία και αγωνίζονται τα τελευταία χρόνια.

Πίσω από την αλλαγή αυτή βρίσκεται ο δισεκατομμυριούχος Stephen Philip Lansdown, ο οποίος αν και είναι κάτοικος της νήσου Γκέρνσεϊ από τον Μάρτιο του 2010, δεν σταμάτησε να δραστηριοποιείται στο Μπρίστολ στο οποίο γεννήθηκε και ζούσε πριν μετακομίσει στον φορολογικό «παράδεισο» των ακτών της Νορμανδίας. Έτσι, μέσω της Bristol Sport, βρίσκεται στο «τιμόνι» της ομάδας ράγκμπι, Bristol Bears, της ομάδας μπάσκετ, Bristol Flyers και φυσικά της Bristol City. Μάλιστα, μπορεί ο Lansdown να έγινε ο ιδιοκτήτης των «Robins» τον Απρίλιο του 2009, όμως η ενασχόληση του με την ομάδα ξεκίνησε πολύ νωρίτερα και συγκεκριμένα το 1996 όπου έγινε μέλος του διοικητικού συμβουλίου. Σίγουρα η πόλη χρωστάει πολλά στον 69χρονο δισεκατομμυριούχο, ο οποίος έχει αποδείξει στην πράξη την αγάπη του για την ομάδα, όμως την «δεύτερη ευκαιρία» της, την χρωστάει σε οκτώ παίκτες, οι οποίοι, 27 χρόνια πριν αναλάβει ο Lansdown, θυσίασαν τα συμβόλαια τους προκειμένου να αποτρέψουν τη διάλυση της.

 

eight ashton gate

 

Το 1967, ο παλαίμαχος παίκτης των Chelsea και Southend United και βοηθός προπονητή της Coventry, Alan Dicks, προτάθηκε από τον τότε προπονητή των «Sky Blues», Jimmy Hill, στην Bristol City για να καλύψει το κενό το οποίο είχε προκύψει στην άκρη του πάγκου. Έτσι, με αυτόν στο «τιμόνι» της ομάδας, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν προς το καλύτερο για τους «Robins», μέχρι που το 1976 κατάφεραν να κερδίσουν και την πολυπόθητη άνοδο τους στην πρώτη κατηγορία του αγγλικού πρωταθλήματος, βάζοντας τέλος σε ένα σερί 65 χρόνων κατά τα οποία, η ομάδα του Μπρίστολ, αγωνιζόταν στις χαμηλότερες βαθμίδες. Αυτή, θεωρητικά, θα έπρεπε να είναι και η στιγμή που η Bristol City θα ανέβαινε επίπεδο, ωστόσο, επειδή πολύ συχνά η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική από τις προσδοκίες, αυτή ήταν η στιγμή όπου θα ξεκινούσαν οικονομικά προβλήματα για την ισχυρή ομάδα της πόλης του Μπρίστολ.

Με την καθοδήγηση του Dicks ο σύλλογος κατάφερε να επιβιώσει για μερικά χρόνια στην πρώτη κατηγορία, αλλά όχι στις κορυφαίες θέσεις του βαθμολογικού πίνακα. Ωστόσο, κατάφερε να κατακτήσει το Anglo-Scottish Cup της σεζόν 1977/78, κερδίζοντας στον τελικό τη «γειτόνισσα» St. Mirren με 3-2. Την ίδια ώρα που ο αναμορφωτής τεχνικός προσπαθούσε να ανεβάσει το αγωνιστικό επίπεδο των «Robins» και να διατηρήσει την θέση της ομάδας στην πρώτη κατηγορία, η διοίκηση κατάφερε να κάνει εντελώς λάθος διαχείριση των οικονομικών του συλλόγου, μιας και άρχισε από τη μία να χρωστάει λεφτά σε τοπικές επιχειρήσεις και από την άλλη να «τάζει» αρκετά υψηλές, για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, αμοιβές στους καλύτερους παίκτες της ομάδας, σε μια προσπάθεια να κλείσει μακροπρόθεσμη συμφωνία μαζί τους. Παρά τις προσπάθειες, το 1980, οι «Robins» βρέθηκαν και πάλι στη δεύτερη κατηγορία, γεγονός που οδήγησε και στην αποχώρηση του Dicks, ο οποίος, δύο χρόνια αργότερα, βρήκε την επόμενη του «οικογένεια» στη χώρα μας και συγκεκριμένα στον Εθνικό Πειραιώς, στον οποίο έμεινε για έναν χρόνο, ενώ μετά συνέχισε την προπονητική του καριέρα στο «τιμόνι» του Απόλλωνα Λεμεσού.

 

eight ashton gate

 

Η επίδραση που είχε η αποχώρηση του Λονδρέζου τεχνικού (από το Κένινγκτον συγκεκριμένα) από την ομάδα, φάνηκε άμεσα, μιας και η πορεία των «Robins» από εκείνο το σημείο ήταν όλο και πιο καθοδική. Το πρόβλημα ήταν ότι η κατάσταση αυτή, μείωσε κατά πολύ τα έσοδα της ομάδας και η διοίκηση έφτασε σε σημείο να μην μπορεί να ξεπληρώσει τα υπέρογκα χρέη της προς τρίτους, αλλά ούτε και να καλύψει τα ποσά για τα οποία είχε δεσμευτεί στα συμβόλαια των αστέρων του συλλόγου, οι οποίοι συνέχιζαν να πληρώνονται με υψηλούς μισθούς ποδοσφαιριστών της πρώτης κατηγορίας, ενώ η απόδοση τους δεν ήταν σε καμία περίπτωση αντίστοιχη των απολαβών τους. Με αυτά τα δεδομένα κατρακύλησαν ως την τέταρτη κατηγορία, όπου έχοντας πλέον το τεράστιο, για τα δεδομένα της εποχής, χρέος των 850,000 λιρών, έπρεπε να δράσουν άμεσα, διαφορετικά ο σύλλογος θα «πέθαινε» οριστικά.

Η μόνη λύση που υπήρχε για τη «μεγάλη κυρία» του Μπρίστολ ήταν το να κηρύξει πτώχευση και να ακυρώσει τα συμβόλαια όσων παικτών είχαν προλάβει να κλείσουν μακροπρόθεσμες συμφωνίες στις καλές ημέρες της πρώτης κατηγορίας, έτσι ώστε να κάνει ένα νέο ξεκίνημα, χωρίς χρέη και υπό την καθοδήγηση ενός νεοσύστατου διοικητικού συμβουλίου. Έτσι, οι Geoff Merrick, Chris Garland, Trevor Tainton, David Rodgers, Gerry Sweeney, Jimmy Mann, Peter Aitken και Julian Marshall, οι οποίοι έμειναν στην ιστορία ως «οι οκτώ του Ashton Gate», έλαβαν ένα τελεσίγραφο από τη διοίκηση ότι θα πρέπει να τερματίσουν τα συμβόλαια τους, διαφορετικά η ομάδα θα έσβηνε μια για πάντα. Όπως ήταν λογικό η κίνηση αυτή πανικόβαλε τους οκτώ παίκτες που έπρεπε ξαφνικά να αναλάβουν την ευθύνη για την ζωή του αθλητικού «γίγαντα» ολόκληρης της πόλης και έτσι ξεκίνησαν τις διαπραγματεύσεις με την ομάδα, έτσι ώστε να βγουν όσο λιγότερο ζημιωμένοι γινόταν από αυτή την περιπέτεια.

 

eight ashton gate

 

Τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά, μιας και όλοι τους, έχοντας την ασφάλεια των συμβολαίων τους, είχαν προχωρήσει σε αγορές και δάνεια τα οποία σκόπευαν να καλύψουν με τον μισθό τους. Ο τότε αρχηγός των «Robins», Geoff Merrick, είχε δηλώσει για την εξέλιξη αυτή πως «έχουμε οικογένειες και στεγαστικά δάνεια και προφανώς διστάζουμε να αφήσουμε την προστασία που μας παρέχουν οι συμβάσεις μας αν και καταλαβαίνουμε την σοβαρότητα της κατάστασης». Έτσι, με την αγωνία της διοίκησης για το μέλλον της ομάδας και το άγχος των οκτώ παικτών για την επιβίωση τους, ξεκίνησαν οι μεταξύ τους διαπραγματεύσεις, με την Bristol City να ψάχνει απεγνωσμένα για μια λύση που θα ήταν καλή και για τις δύο πλευρές.

Μην έχοντας καταφέρει να βρουν τη μέση λύση, ο Ken Sage, ένα από τα νέα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του συλλόγου, δήλωσε πως «νομίζω πως όλοι πιστεύουν ότι αστειευόμαστε, όμως στην πραγματικότητα αυτό δεν ισχύει. Έχουμε σκάψει στις τσέπες μας για να βρούμε μερικά επιπλέον χρήματα και αυτή θα είναι η τελευταία μας προσφορά. Αν οι παίκτες δεν την δεχτούν την Τετάρτη το μεσημέρι, τότε ο σύλλογος θα διαλυθεί». Έτσι, στις 3 Φεβρουαρίου του 1982, οι «οκτώ του Ashton Gate», έβαλαν το καλό της ομάδας πάνω από τις προσωπικές τους ανάγκες και συμφώνησαν να πάρουν από μόλις 10,000 λίρες και μερίδιο από τις εισπράξεις του αγώνα μεταξύ των Ipswich και Southampton, που επρόκειτο να διεξαχθεί στην έδρα της Bristol City, έναν μήνα αργότερα, βάζοντας με αυτόν τον τρόπο ένα τέλος στην αγωνία της ομάδας και των οπαδών της.

 

eight ashton gate

 

Ο Merrick δήλωσε για την κατάληξη αυτή πως «είναι υπέροχο το να βλέπουμε την ομάδα να επιβιώνει και ταυτόχρονα είμαστε συναισθηματικά φορτισμένοι», ενώ συμπλήρωσε πως «υπάρχει επίσης μια πικρία στον τρόπο που εμείς οι οκτώ θεωρηθήκαμε υπεύθυνοι από την ομάδα όταν όλοι οι υπόλοιποι κατηγορούσαν τα λάθη της διοίκησης». Η ομάδα, οι οπαδοί της και ο τύπος της εποχής επαινούσαν τους οκτώ «σωτήρες» του συλλόγου για τη θυσία που έκαναν για το καλό της Bristol City, όμως η ζημιά ήταν πολύ μεγάλη για τους ανθρώπους αυτούς και φυσικά, τα καλά λόγια δεν αρκούσαν για να πληρώσουν τους λογαριασμούς και τα δάνεια ή να γεμίσουν με φαγητό τα πιάτα των ιδίων και των οικογενειών τους.

Ο θρυλικός αρχηγός «μετακόμισε» στην Gloucester City στην οποία και παρέμεινε για οκτώ αγώνες και ύστερα εγκατέλειψε το ποδόσφαιρο, ενώ η επιχείρηση του Trevor Tainton την οποία άνοιξε χάρη στο μακροπρόθεσμο συμβόλαιο του, οδηγήθηκε σε χρεοκοπία και ο ίδιος επέλεξε την Torquay United ως επόμενο και τελευταίο «σταθμό» της καριέρας του. Ομοίως και οι υπόλοιποι έξι παίκτες «κρέμασαν τα παπούτσια τους» μερικά χρόνια αργότερα. Μπορεί πρακτικά η καριέρα τους να έλαβε τέλος όταν πάρθηκε αυτή η δύσκολη απόφαση, όμως το όνομά τους δεν πρόκειται να ξεχαστεί.