Carlton Cole, το μαύρο «Σφυρί»

Σε μερικούς ποδοσφαιριστές, είναι λίγο δύσκολο να βρουν τη ποδοσφαιρική τους «Ιθάκη». Ιδιαίτερα στις μικρότερες ηλικίες, νεαροί ποδοσφαιριστές αγωνίζονται αρκετά ως δανεικοί, προτού μονιμοποιηθούν ή καταφέρουν να δεθούν κάπου. Ένας εξ’ αυτών, ο Carlton Cole.

 

Ο Carlton Michael George Cole, γεννήθηκε στο Croydon, μια πόλη του Λονδίνου, στις 12 Οκτωβρίου του 1983. Το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο κατάφερε να το υπογράψει με τη Chelsea, σε ηλικία 17 ετών. Το ντεμπούτο του έγινε τον Απρίλιο του 2002, ενώ στη πρώτη του συμμετοχή ως βασικός, σκόραρε σε μια εκτός έδρας νίκη επί της Middlesbrough. Όλοι ξεκίνησαν να λένε τα καλύτερα για τον υψηλόσωμο επιθετικό.

Την επόμενη χρονιά, αρχικά υπολογιζόταν ως μέλος της πρώτης ομάδας, παίρνοντας συμμετοχές, με τον Claudio Ranieri να τον θεωρεί ως το καλύτερο νεαρό παίκτη που προπόνησε. Η παρουσία όμως των Zola, Gudjohnsen και Hasselbaink τον έστειλαν δανεικό για τρεις μήνες στη Wolves. Τον Ιανουάριο του 2003, όμως, η Chelsea τον κάλεσε πίσω, δίνοντάς του κι άλλο χρόνο συμμετοχής.

Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, ο Cole υπέγραψε με τους «Μπλε» συμβόλαιο για έξι έτη. Πάλι όμως δόθηκε δανεικός, έχοντας αξιοπρεπή παρουσία με πέντε τέρματα στη Charlton, που τερμάτισε στη Premier League στην έβδομη θέση. Ακολούθησε ένας ακόμη δανεισμός, στην Aston Villa για ένα χρόνο. Μετά και την επιστροφή του, έπρεπε να ανταγωνιστεί τους Drogba και Crespo, με αποτέλεσμα να αποφασίσει, το καλοκαίρι του 2006, να αποχωρήσει με προορισμό τη West Ham.

 

 

Οι πρώτες του δυο σεζόν με τη West Ham, μέτριες. Μέτρησε δυο και τέσσερα γκολ αντίστοιχα, με την ομάδα μάλιστα να γλιτώνει στο φινάλε της πρώτης σεζόν τον υποβιβασμό. Οι επόμενες σεζόν, σε ατομικό επίπεδο εξελίχθηκαν καλύτερα. Δέκα γκολ πέτυχε εντός των επόμενων σεζόν ο Cole, με τον ίδιο μάλιστα να συνδέεται σε σενάρια που τον ήθελαν στη Manchester United και τη Liverpool. Στο μεσοδιάστημα, και συγκεκριμένα το Φεβρουάριο του 2009, έγινε και διεθνής, φτάνοντας τα επτά παιχνίδια με τα «Τρία Λιοντάρια», δίχως όμως να σκοράρει ή να καταφέρει να ξεχωρίσει.

Η σεζόν 2010-2011, αποδείχθηκε εφιαλτική για τα «Σφυριά». Η ομάδα τερμάτισε τελευταία, παρά τις προσδοκίες για μια άνετη παραμονή, με τον Cole να σκοράρει μόλις πέντε φορές. Η ομάδα του μάλιστα διέθετε κι άλλους αξιόλογους επιθετικούς, όπως τον Demba Ba που σκόραρε επτά φορές σε ένα εξάμηνο, καθώς και τους Obinna και Piquionne.

Παρά τις άκρως δελεαστικές προτάσεις από τη τούρκικη Galatasaray και τη Stoke της Premier League, ο Cole αποφάσισε να παραμείνει στην ομάδα και να βοηθήσει στην επάνοδό της. Σκόραρε 14 φορές στο πρωτάθλημα, καθώς κι ένα εκ των δυο τερμάτων επί της Blackpool για τα play off, οδηγώντας τη West Ham πίσω στα «σαλόνια» της Premier League.

 

 

Τότε όμως, ξεκίνησε και η αγωνιστική του «κάθοδος». Ο Andy Carroll αποτέλεσε τον βασικό επιθετικό της ομάδας, με τον ίδιο να αγωνίζεται κυρίως ως αλλαγή και να μη βρίσκει ρυθμό. Η ομάδα του έμεινε άνετα στη κατηγορία, με τον Cole να έχει σκοράρει μόλις δυο φορές, έχοντας όχι και τη καλύτερη δυνατή απόδοση. Στο τέλος της σεζόν, η ομάδα ανακοίνωσε πως θα αποχωρούσε, μετά από επτά έτη. Σε ένα αρκετά παράδοξο σκηνικό όμως, με τη West Ham να μη βρίσκει κάποιον αξιόλογο επιθετικό για να τον αντικαταστήσει, τον προσεγγίζει ξανά, λίγους μήνες αργότερα και συγκεκριμένα το Σεπτέμβριο του 2013. Υπήρχαν προβληματισμοί σχετικά με την αγωνιστική του κατάσταση, γι’ αυτό και υπέγραψε αρχικά συμβόλαιο ως τον Ιανουάριο. Θετικά λαμβανόταν υπ’ όψιν το γεγονός πως γνώριζε καλά την ομάδα και θα συμβιβαζόταν με έναν αναπληρωματικό ρόλο.

Μέχρι και τον Ιανουάριο σκόραρε έξι φορές, με τους «Hammers» να του δίνουν νέο συμβόλαιο, διάρκειας ενάμιση χρόνου. Παρότι φανερά πιο βαρύς, η ικανότητά του μες στη μεγάλη περιοχή ήταν αναμφισβήτητη, και σαφώς υπό εκείνες τις συνθήκες αποτελεσματική. Μέσα στη χρονιά μπορεί να σκόραρε ξανά μια φορά, όμως είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη όλων, ιδιαίτερα από το τρόπο που του συμπεριφέρθηκε ο σύλλογος. Η ομάδα τερμάτισε στη 13η θέση. Ωστόσο τα απρόοπτα δεν έλειψαν. Τον Ιανουάριο του 2015, κι ενώ ο ίδιος είχε συμφωνήσει με τη West Brom, η μεταγραφή «χάλασε», καθώς η West Ham δε τα βρήκε με τη Tottenham για την απόκτηση του Emmanuel Adebayor. Μετά και από αυτή τη χρονιά, όπου ο Cole αγωνίστηκε κυρίως ως αλλαγή, έμεινε ελεύθερος.

 

 

Η πρόταση που τον ικανοποίησε, ήταν αυτή της Celtic. Ο ίδιος δεν έκρυψε εξ’ αρχής την επιθυμία του να κερδίσει τίτλους με τη σκωτσέζικη ομάδα. Δε βρισκόταν και στη καλύτερη αγωνιστική κατάσταση όμως, όπως προαναφέρθηκε. Σε συνδυασμό με έναν τραυματισμό που είχε, αποφασίστηκε να φύγει μετά από οκτώ μήνες και μόλις πέντε συμμετοχές. Ακολούθησε μια, ακόμα πιο σύντομη, «περιπέτεια» στη Sacramento Republic, με τον ίδιο να επιστρέφει στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Η «περιπλάνηση» του Άγγλου επιθετικού δε σταμάτησε εκεί. Τον Μάρτιο του 2017 υπέγραψε με τον Persib Bandung, οπού βρέθηκε μαζί με τον πρώην συμπαίκτη του στη Chelsea, Michael Essien. Αξίζει να σημειωθεί πως ο Γκανέζος βρέθηκε εκεί μετά τη θητεία του στο Παναθηναϊκό. Όμως, ο Cole δε βρέθηκε εκεί μόνο για τα λεφτά ή τη «παρέα» του Essien. Η σύζυγός του, Sofea, ζούσε στη Kuala Lumpur, πρωτεύουσα της Μαλαισίας, η οποία βρισκόταν δίπλα στην Ινδονησία. Μετά από λίγους μήνες και ελάχιστες συμμετοχές, το συμβόλαιό του τερματίστηκε, με τον ίδιο να διαφωνεί κάθετα με το τρόπο λειτουργίας της ομάδας, αναφέροντας μάλιστα πως ένας μάνατζερ διάλεγε το ποιος θα παίζει και ποιος όχι, αντί του προπονητή.

 

 

Παρ’ όλα αυτά, δεν το έβαλε κάτω ο Cole. Δοκιμάστηκε από τη Wimbledon τον Ιανουάριο του 2018, σκοράροντας κιόλας σε έναν αγώνα με τη δεύτερη ομάδα. Όμως, για άγνωστους λόγους η συνεργασία των δυο πλευρών δε προχώρησε. Στα αξιοσημείωτα, το γεγονός πως την ίδια χρονιά, ο ίδιος κήρυξε πτώχευση.

Συνολικά, ο Carlton Cole ολοκλήρωσε τη καριέρα του με σχεδόν 400 συμμετοχές (397 για την ακρίβεια) και 86 γκολ. Στη West Ham, όπου βρίσκεται και προπονεί ποδοσφαιριστές των ακαδημιών, θεωρείται ως ένας σπουδαίος επιθετικός που έκανε το καλύτερο δυνατό για την ομάδα. Η καριέρα του, όμως, σημειώθηκε απ’ την έλλειψη σταθερότητας που είχε στην απόδοσή του. Ως επιθετικός, επίσης, δε βοηθούσε καθόλου όταν η ομάδα του αμυνόταν, ενώ ακόμα και στις πάσες και στο κράτημα της μπάλας, ήταν μέτριος. Όταν χρειαζόταν, όμως, αποδείκνυε τι είχε να προσφέρει, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το σκοράρισμα με το κεφάλι.