Ένα γράμμα στους οπαδούς των Σπερς από τον Ντέγιαν Κουλουσέφσκι

Ο Ντέγιαν Κουλουσέφσκι έγραψε στο The Players’ Tribune ένα γράμμα στους οπαδούς της Τότεναμ σχετικά με την αντιμετώπιση των αποτυχιών, το πώς έγινε μέλος του συλλόγου και τη σημασία του να μην τα παρατάς ποτέ.

Αγαπητοί φίλοι των Σπερς,

Δεν δυσκολεύτηκα ποτέ να πω την ιστορία μου. Κατά πάσα πιθανότητα υπάρχουν ακόμη άνθρωποι στην Αγγλία για τους οποίους εξακολουθώ να είμαι ο τύπος απ’ τη Σουηδία με το αλλόκοτο όνομα που ήρθε απ’ την Ιταλία.

Αλλά μετράω ήδη πάνω από δυο χρόνια στην ομάδα, και θέλω να μοιραστώ κάποια πράγματα μαζί σας. Μερικές τρελές ιστορίες. Ορισμένα μαθήματα ζωής. Πράγματα που μπορεί να εμπνεύσουν κάνα δυο παιδιά. Έχει πλάκα να κοιτάζω στο παρελθόν, γιατί όταν πρωτοήρθα εδώ ο κόσμος στην Αγγλία δεν είχε μεγάλες προσδοκίες από μένα.

Για να ’μαι ειλικρινής, ούτε εγώ ήξερα τι να περιμένω απ’ τον εαυτό μου.

Ως ποδοσφαιριστής, περνούσα δύσκολη φάση.

Είχα μισό χρόνο να ξεκινήσω βασικός στη Γιουβέντους. Ένιωθα χάλια, γιατί είχα δώσει τη ζωή μου στο ποδόσφαιρο, προπονούμουν όσο σκληρότερα μπορούσα, και κατέληξα να βλέπω να παίζουν στη θέση μου παίκτες που δεν ήταν καν εξτρέμ. Ειλικρινά, ένιωθα ταπεινωμένος, άχρηστος. Κάποιοι άρχισαν να λένε ότι δεν ήμουν αρκετά καλός, ότι παραήμουν αργός. Κι αυτό σ’ επηρεάζει εκατό τοις εκατό. Είναι φυσιολογικό, ανθρώπινο. Όταν αρχίζεις να τους πιστεύεις, τότε σου μπαίνει ο διάολος.

Έπρεπε να κλείσω τ’ αυτιά μου, γιατί το μόνο άτομο απ’ το οποίο δέχομαι κριτική είναι η μεγαλύτερη αδερφή μου, η Σάντρα. Κι είναι πολύ σκληρή μαζί μου. Ακόμα κι όταν σκοράρω, μου λέει, «Πάει, το ’χασες. Δεν έχεις πια τη δίψα. Βολεύτηκες».

Κι εγώ θέλω να εκραγώ, της λέω, «ΔΕΝ ΜΕ ΣΕΒΕΣΑΙ. ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΤΙ ΕΧΩ ΘΥΣΙΑΣΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ».

Αλλά η Σάντρα λέει την αλήθεια. Με βλέπει να παίζω από μικρό παιδί, και το καταλαβαίνει πάντα όταν κάτι μ’ ενοχλεί. Όταν τα βρήκα σκούρα στη Γιούβε, μου είπε, «Ντέκι, πότε έγινες αδύναμος

Ήξερα πως έπρεπε να φύγω.

Μια μέρα ρώτησα τον Άλε, τον ατζέντη μου, «Μπορείς να μου βρεις κάτι καινούργιο;»

Εκείνος απάντησε, «Αμέ, αλλά δεν θα ’ναι εύκολο», γιατί ήταν Ιανουάριος του 2022, λίγες μέρες προτού τελειώσει η μεταγραφική περίοδος, και μετρούσαμε αντίστροφα. Αλλά μετά μου τηλεφώνησε και μου ’πε ότι ενδιαφέρεται η Τότεναμ.

Του κάνω, «Ναι! Φύγαμε. Πότε είναι η επόμενη πτήση;»

Ήταν σε μία ώρα, κι έτσι έτρεξα στο δωμάτιο κι άρχισα να τα μαζεύω. Ήμουν εκεί με την κοπέλα μου, την Ελντίνα, κι άρχισα να κλαίω. Την πήραν κι εκείνη τα κλάματα. Δεν είχαμε ιδέα γιατί. Απλώς ξαφνικά συνέβαιναν πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Φιληθήκαμε, κλάψαμε λίγο ακόμα, κι έφυγα για το αεροδρόμιο. Δεν υπήρχε περίπτωση να χάσω την πτήση.

Μέτραγα λίγες μέρες στην Τότεναμ, όταν κατάλαβα πόσο δύσκολη θα ήταν η νέα μου πρόκληση.

Η Πρέμιερ Λιγκ είναι τριακόσιες φορές πιο γρήγορη από οποιοδήποτε άλλο πρωτάθλημα στον κόσμο, και στην πρώτη μου προπόνηση δεν καταλάβαινα τίποτα. Οι παίκτες με περνούσαν σαν σταματημένο, ο Κόντε φώναζε και κούναγε το δάχτυλο. Είχα έρθει στους Σπερς με 18μηνο δανεισμό με οψιόν αγοράς, κι έτσι για να πάρω μόνιμη μεταγραφή έπρεπε να τα πάω καλά. Αλλά ο πρώτος μου αγώνας ήταν σκέτη καταστροφή.

Το θυμάστε, έτσι; Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.

Ήμασταν μπροστά με 2-1 εντός έδρας ενάντια στη Σαουθάμπτον, και δουλειά μου ήταν να κλειδώσω τη νίκη.

76ο λεπτό: Μπαίνω αλλαγή.

79ο λεπτό: Γκολ για τη Σαουθάμπτον.

82ο λεπτό: Γκολ για τη Σαουθάμπτον.

Λήξη: Τότεναμ 2-3 Σαουθάμπτον.

Καλά τα πήγες, Ντέκι.

Η αδερφή μου μου τα ’σουρε κανονικά. Ακόμα κι ο ατζέντης μου είπε, «Δεν πειράζει… συμβαίνουν αυτά», ξέρεις, απλά από ευγένεια.

Τέσσερις μέρες μετά, μια απ’ τα ίδια. Γουλβς εντός έδρας. Χρειαζόμαστε τους τρεις βαθμούς. Ξεκινάω στον πάγκο, μα ο Κόντε με βάζει στο μισάωρο.

Μια ώρα μετά, μετράω μηδέν γκολ, μηδέν ασίστ, και μία κίτρινη κάρτα.

Τότεναμ 0-2 Γουλβς.

Τι διάολο συμβαίνει;

Με παίρνει τηλέφωνο η αδερφή μου, κι αρχίζει να γελάει.

«Άσ’ το καλύτερα, Ντέκι… Απλά τραγικός…»

*

Ξέρεις, μικρός ήμουν σαν όλα τα παιδιά. Έβλεπα τους επαγγελματίες και σκεφτόμουν ότι τα όνειρα ποτέ δεν γίνονται πραγματικότητα για καθημερινούς ανθρώπους σαν εμένα.

Το μόνο μου πλεονέκτημα ήταν ότι γνώριζα έναν υπερήρωα: τον Βαλκάνιο Μπαμπά.

Αν θέλεις να καταλάβεις ποιος είμαι, πρέπει να ξέρεις τον πατέρα μου, τον Στέφαν. Γεννήθηκε στη Σουηδία από γονείς με καταγωγή απ’ τη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας στη Γιουγκοσλαβία, κι έχει αυθεντική βαλκανική νοοτροπία. Όταν άρχισα να παίζω για την Μπρομαποϊκάρνα, την ομάδα μου στη Στοκχόλμη, με πήγαινε το πρωί με το αμάξι στους αγώνες, και το βράδυ δούλευε νυχτερινή βάρδια στο Αεροδρόμιο Αρλάντα, επιβλέποντας τα δρομολόγια των πούλμαν. Δούλευε είκοσι πέντε χρόνια εκεί, κι η μητέρα του οδηγούσε ένα απ’ τα πούλμαν. Αν έχεις ταξιδέψει στη Στοκχόλμη, είναι πολύ πιθανό η γιαγιά μου να σε πήρε κούρσα απ’ το αεροδρόμιο.

Όταν γύριζε απ’ τη νυχτερινή βάρδια, ο πατέρας μου πήγαινε κατευθείαν στην κουζίνα, μου έφτιαχνε πρωϊνό και με πήγαινε με το αμάξι στον αγώνα. Άυπνος.

Και δεν παραπονέθηκε. Ποτέ.

Μια μέρα σ’ έναν αγώνα δεν έτρεχα καθόλου, και στο ημίχρονο ο πατέρας μου φαινόταν πολύ θυμωμένος. Φυσικά, μιλάμε για τη Σουηδία, οπότε το φυσιολογικό θα ήταν να με πάρει πιο πέρα και να μου πει δυο ψύχραιμες κουβέντες. Αλλά εκείνος, μπροστά σε όλους, γονείς, προπονητές, συμπαίκτες, άρχισε να μου ουρλιάζει.

Μου είπε, «Ορκίζομαι στη ζωή μου, αν συνεχίσεις να παίζεις έτσι, θα πάρω τ’ αμάξι και θα πάω σπίτι και θα σ’ αφήσω εδώ».

Μπρο, παραλίγο να πεθάνω απ’ την ντροπή μου.

Αλλά είχε δίκιο. Έμεινε είκοσι ώρες χωρίς ύπνο για να με δει να παίζω. Ήθελε να τα δώσω όλα, γιατί κι εκείνος τα ’δινε όλα για μένα.

Όταν άρχισα να ταξιδεύω με την Μπρομαποϊκάρνα για να παίξουμε εκτός έδρας, εκείνος ήταν πάντα εκεί, μόνος – στο Αζερμπαϊτζάν, στην Ιταλία, στη Γερμανία. Μάζευε λεφτά για να πάει με μένα και την αδερφή μου να δούμε αγώνες Τσάμπιονς Λιγκ στο Λονδίνο και στο Μιλάνο. «Παιδιά, θα κάνετε μερικές απουσίες στο σχολείο την άλλη βδομάδα, πάμε Λονδίνο». Τόσο απλά.

Έτσι κάνουν οι Βαλκάνιοι. Ο πατέρας μου ποτέ δεν είπε πόσο σκληρά δούλευε ή πόσα θυσίασε. Απλώς το έκανε.

Ως ποδοσφαιριστής, και ως άνθρωπος, το μεγαλύτερο μάθημα της ζωής μου ήταν να τον παρατηρώ.

Δεν μπορώ να προσδιορίσω πότε ακριβώς συνέβη, αλλά κάποια στιγμή κάτι άλλαξε μέσα μου. Πριν από μερικά χρόνια, κάποιος ξέθαψε ένα βίντεο από μια παρουσίαση που έκανα στο σχολείο. Είχαμε έναν δάσκαλο που μας έβαλε να γράψουμε τι θέλαμε να κάνουμε στη ζωή μας, και μετά σηκωνόμασταν όρθιοι μπροστά στην τάξη και δίναμε το μικρό μας TED Talk. Εγώ μίλησα για το όνειρό μου να γίνω ποδοσφαιριστής, αλλά το τρελό είναι πως ήμουν δέκα έντεκα χρονών, κι έλεγα ό,τι λέω και τώρα.

Έλεγα, «Για μένα, επιτυχία είναι να κάνεις κάτι με τον δικό σου τρόπο, όχι με τον τρόπο κάποιου άλλου. Κανείς δεν θα αποφασίσει για μένα τι θα κάνω και πώς θα το κάνω».

«Αν πέσεις κάτω, σήκω πάνω και συνέχισε να προσπαθείς μέχρι να πετύχεις».

«Τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο. Το ακατόρθωτο απλώς χρειάζεται λίγο παραπάνω χρόνο για να το πετύχεις».

Ακόμα με πιάνει συγκίνηση όταν το βλέπω. Λυπάμαι αληθινά εκείνο το παιδί, γιατί το ήθελε ΠΑΡΑ πολύ.

Πέντε χρόνια μετά, το παιδί μετακόμισε στην Ιταλία για να παίξει στην Αταλάντα.

Μακάρι να μπορούσα να πω ότι η Ιταλία ήταν εύκολη, αλλά πρέπει να πω τα πράγματα ως έχουν. Τους πρώτους έξι μήνες ήθελα να γυρίσω πίσω. Υπήρχε πρόβλημα με τα χαρτιά μου κι επίσης τραυματίστηκα, κι έτσι δεν έπαιξα ούτε αγώνα για έναν ολόκληρο χρόνο. Έμενα σ’ ένα μικροσκοπικό δωμάτιο με κρεβάτι, τηλεόραση, τουαλέτα. Πήγαινα σχολείο εφτά ώρες τη μέρα, αλλά δεν καταλάβαινα τίποτα, κι έτσι απλώς καθόμουν κι έγραφα ρίμες και ποδοσφαιρικά συστήματα, βαριόμουνα του θανατά. Όταν γύριζα σπίτι, έβλεπα τηλεόραση ή μίλαγα με τη μητέρα μου για ώρες. Λέγαμε, «Πώς ήταν η μέρα σου; Πώς είναι τα πράγματα στη Σουηδία; Τι κάνεις τώρα;»

Μιλάγαμε κάθε μέρα. Η μητέρα μου, η Κατίτσα, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, κι όπως ακριβώς ο πατέρας μου, αγαπάει πάρα πολύ την οικογένειά της. Ακόμα μιλάμε κάθε μέρα. Ακόμα κι όταν πήγα ν’ αρχίσω αυτό το κείμενο, μου είπε, «Μη γράψεις καμιά ανοησία».

Όταν ήμουν στην Ιταλία, εκείνη μου ’λεγε, «Γύρνα πίσω! Γύρνα στη Σουηδία». Αλλά μια φωνή μέσα μου μου ’λεγε όχι.

Ο καθένας μπορεί να τα παρατήσει, αλλά εσύ δεν είσαι ο καθένας.

Απλώς έπρεπε να βάλω τα δυνατά μου.

Ευτυχώς έχω τον Τζοέλ Ασόρο, τον κολλητό μου. Παίζουμε μπάλα μαζί από παιδιά, κι όταν ήμουν την Ιταλία, συνδεόμασταν ονλάιν και κάναμε μαραθώνιους PlayStation. Βάζαμε τα ακουστικά, μπαίναμε στο Skype και παίζαμε Pro Clubs και NBA 2K. Το My Park ήταν όλη μας η ζωή. Κι ήμασταν άθλιοι παίκτες! Μια φορά χάσαμε τριάντα παιχνίδια σερί. Λογικά κάποιος θα είπε, «Θεέ μου, ποιοι είναι αυτοί οι άχρηστοι;»

Λοιπόν, θα σας πω ποιοι είμαστε. Ο Τζοέλ κι εγώ είμαστε δουλευταράδες. Δεν σταματάμε. Ο Τζοέλ παίζει στη Μετς, αλλά τότε έπαιζε στη Σαουθάμπτον και προσπαθούσε να μπει στην πρώτη ομάδα, και κάθε βράδυ εμψυχώναμε ο ένας τον άλλον.

Ο Τζοέλ μου έλεγε, «Σήμερα στην προπόνηση έκανα μια απίστευτη κίνηση».

Κι εγώ απαντούσα, «Μπρο, τα σπας. Άκου, σε μερικά χρόνια θα παίζουμε στην εθνική Σουηδίας, και θα τους τσακίσουμε όλους».

Τα πράγματα έγιναν καλύτερα όταν έμαθα ιταλικά. Για πρώτη φορά πίστεψα ότι θα γίνω ποδοσφαιριστής όταν άρχισα να προπονούμαι με την πρώτη ομάδα της Αταλάντα. Κι είχαν άρρωστη ομάδα. Δεν έχω ξαναδεί τέτοια ομάδα. Οι τύποι βάλανε εκατό γκολ σε μία σεζόν. Είμαι πολύ χαρούμενος που άρχισα εκεί την καριέρα μου.

Στο πρώτο επαγγελματικό παιχνίδι, έπαιξα καλά.

Δεύτερο παιχνίδι, άσχημα.

Τρίτο παιχνίδι, πάλι άσχημα … και σταμάτησαν να με βάζουν!

Μ’ έστειλαν πίσω στην Κ19. Ήμουν σε φάση, Τι έγινε; Δεν είμαι αρκετά καλός; Όλοι νόμιζαν ότι έμπλεξα σε καβγά ή κάτι τέτοιο. Όταν έπαιζα στην Κ19, οι άνθρωποι έλεγαν, Α, σταμάτησε να δίνει τον καλύτερό του εαυτό. Ότι και καλά υπήρχε κάποιος λόγος. Επί της ουσίας, κάποιοι έλεγαν, «Κοίτα, θα τα σκατώσει».

Αλλά όταν όλοι είναι εναντίον μου, τότε είναι που ο Θεός μού δίνει την περισσότερη δύναμη.

Ήταν αρχές του 2019, και το επόμενο τρίμηνο έπαιζα απίστευτη μπάλα. Όταν χάναμε, γύριζα στο δωμάτιο κι έκανα ντρίμπλες με μια μικρή μπάλα για μία ώρα, έβαζα να παίζει J. Cole στο τέρμα κι έκανα εκατό πουσάπ. Πήραμε το Καμπιονάτο Κ19 για πρώτη φορά ύστερα από 21 χρόνια. Τότε πήγα δανεικός στην Πάρμα, ψηφίστηκα Νέος Παίκτης της Χρονιάς στη Σίριε Α, και πήρα μεταγραφή στη Γιουβέντους.

Τι να πω; Μάλλον βρίσκω εύκολα έμπνευση.

Έχω να σας πω άλλη μια ιστορία για την Αταλάντα. Το 2020 ξέσπασε ο COVID και το Μπέργκαμο χτυπήθηκε πολύ άσχημα. Δεν μπορούσαμε να βγούμε στο δρόμο, κι έτσι έπαιζα NBA 2K είκοσι έξι ώρες τη μέρα. Ήμουνα τυχερός και βρήκα μια πτήση για Στοκχόλμη, κι εκεί όλα ήταν ανοιχτά. Μια μέρα ήμουνα στο γήπεδο που έπαιζα μικρός. Μαζί με κάτι φίλους, χαλαρώναμε και παίζαμε κορόδιο… αλλά μετά είδα εκείνη την κοπέλα να προπονείται με την ομάδα της.

Ρωτάω τους φίλους μου, «Ποια είναι αυτή;»

Μου απαντάνε, «Όχι, όχι, Ντέκι, είναι πολύ μεγαλύτερή σου».

Κι εγώ λέω, «Α, εντάξει».

Αλλά συνέχισα να την κοιτάζω. Το κορόιδο δεν μ’ ενδιέφερε πια. Ξέρεις πώς είναι όταν ερωτεύεσαι και παραλύει όλο σου το σώμα; Είναι τρελό. Δεν μπορείς να σκεφτείς τίποτα άλλο. Όταν γύρισα σπίτι, έκανα ό,τι κάνει η γενιά μου: την ακολούθησα στο Instagram.

Λίγο μετά, ΝΤΙΝ!

Μ’ έκανε follow back.

Άρχισα να ιδρώνω. Βλέπεις, στο γήπεδο έχω αυτοπεποίθηση. Τα ’χω όλα υπό έλεγχο. Μάλλον παραέχω αυτοπεποίθηση. Αλλά όταν πρόκειται να μιλήσω σε κοπέλα, μεταμορφώνομαι στον μικρό ντροπαλό Σουηδό. Δεν το ελέγχω. Αφού το σκέφτηκα για ώρα, λέω, ΟΚ, θα της στείλω … αλλά θα της μιλήσω για μπάλα.

Ιδιοφυές.

Της γράφω, «Γεια, παίζεις πολύ καλά».

Πατάω Αποστολή και περιμένω.

ΝΤΙΝ!

Απάντησε! Αρχίζουμε να μιλάμε. Όλα γίνονται γρήγορα και, για να μην τα πολυλογώ, εκείνη η κοπέλα τώρα θα γίνει γυναίκα μου. Η Ελντίνα ήταν αρχηγός και φόραγε το «10» στην Μπρομαποϊκάρνα, και είναι μεγάλη μπαλαδόρος. Είμαστε τέσσερα χρόνια μαζί. Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω πώς γνωριστήκαμε.

Κανείς δεν μπορεί να γράψει σενάριο όπως η ζωή.

Εποχές Γιουβέντους είχα την ευκαιρία να μάθω μπάλα από θρύλους. Γνώρισα τον Ζλάταν όταν ξανάρχισε να παίζει στην εθνική Σουηδίας στα τριάντα εννιά, κι ήταν σε φάση, «Παιδιά, είμαι πολύ καλός μαζί σας. Έπρεπε να με γνωρίσετε στο Μιλάνο».

Δεν κατάλαβα τι εννοούσε μέχρι που πήγα σπίτι του μια μέρα και μου είπε ότι προπονείται εφτά ώρες τη μέρα. Εφτά ώρες! Ο τύπος είναι σαράντα δύο και ακόμα ανεβάζει φωτογραφίες και βίντεο που προπονείται σαν κτήνος. Για ποιο λόγο προπονείται;! Κανείς δεν ξέρει. Απλώς είναι ο Ζλάταν.

Και ο Κριστιάνο; Τι τύπος, φίλε. Μετά την προπόνηση όλοι είναι στα κινητά τους και σκρολάρουν, αλλά όχι αυτός. Έβλεπες πόσο σκληρά δούλευε, πόσο το ήθελε, ακόμα κι όταν δεν είχε τίποτα ν’ αποδείξει. Για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δεν μου άρεσε να ζητάω χάρες από συμπαίκτες, αλλά ζήτησα από τον Κριστιάνο να υπογράψει τη φανέλα του, και την έδωσα στη μητέρα μου.

Πέντε χρόνια πριν σκεφτόμουν να γυρίσω στη Σουηδία, να βρω μια κανονική δουλειά. Και να με να παίζω μ’ έναν απ’ τους καλύτερους όλων των εποχών.

Τελικά τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα και για τους καθημερινούς ανθρώπους.

Το ξέρω ότι μοιάζει σαν να απέτυχα στη Γιουβέντους. Λοιπόν, νομίζω πως δεν ισχύει όταν κέρδισα δύο τρόπαια, έπαιξα και στους δύο τελικούς, και έκρινα το αποτέλεσμα στον έναν απ’ τους δύο με γκολ-ασίστ ενάντια στην παλιά μου ομάδα, την Αταλάντα. Αλλά το τελευταίο εξάμηνο, ισχύει ότι πέρασα δύσκολα. Όταν ήρθα στους Σπερς, δεν ήξερα πώς να βάλω τέλος στον κατήφορο.

«Άσ’ το καλύτερα, Ντέκι… Απλά τραγικός».

Τι συνέβη, λοιπόν; Μετά τον αγώνα με τη Γουλβς, ο Κόντε μού είπε ότι θα ξεκινούσα βασικός για πρώτη φορά στην Πρέμιερ Λιγκ… σε εκτός έδρας με τη Σίτι.

Ειλικρινά, νόμιζα ότι έκανε πλάκα. Χάρηκα πολύ που θα ξεκινούσα βασικός, αλλά είχα πολύ άγχος, και όταν παραταχθήκαμε πριν απ’ τον αγώνα, θυμήθηκα όλα όσα είχα ακούσει στην Ιταλία.

«Δεν είναι αρκετά καλός».

«Παραείναι αργός».

«Θα τα σκατώσει».

Μου μπήκε ο διάολος.

Όλοι θυμόμαστε εκείνο το ματς. Έβαλα γκολ στο τρίτο λεπτό, κι έφυγαν τριάντα κιλά απ’ τους ώμους μου. Μετά, στις καθυστερήσεις, με το σκορ 2-2, έβγαλα σέντρα στον Χάρι [Κέιν] και το ’βαλε με κεφαλιά. Όλοι άρχισαν να τρέχουν πάνω του, αλλά εγώ ήμουν στην άλλη άκρη, κι έτσι γύρισα και κοίταξα τους οπαδούς, και ούρλιαξα όσο πιο δυνατά μπορούσα.

«Εγώ είμαι αυτός! ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΑΥΤΟΣ!»

Εμψύχωνα τον εαυτό μου.

Και δεν υπερβάλλω: Ήταν μια απ’ τις πιο όμορφες στιγμές της ζωής μου. Δεν έχω ξανανιώσει πιο ζωντανός. Θυμάμαι να σκέφτομαι, Δε με νοιάζει για κανέναν πια Κανείς δεν μπορεί να μου ξαναπεί ότι δεν μπορώ να παίξω μπάλα. Κανείς δεν μπορεί να μου πει τι μπορώ και τι δεν μπορώ να κάνω.

Βασικά, κανείς εκτός απ’ τη Σάντρα, αλλά ακόμα κι εκείνη ήταν ικανοποιημένη. Μου το είπε.

«Επιτέλους, το πρώτο σου καλό παιχνίδι εδώ και τρεις μήνες…»

*

Τον περασμένο Ιούνιο, πήρα μόνιμη μεταγραφή στους Σπερς.

Ήταν μια απ’ τις ευκολότερες αποφάσεις στη ζωή μου.

Σ’ αυτή την ομάδα νιώθω ότι ανήκω σε μια οικογένεια. Είμαστε όλοι αγαπημένοι στην προπόνηση. Σύντομα θα γίνω πατέρας, και πολλοί συμπαίκτες μου έχουν παιδιά, κι έτσι μιλάμε πολύ για τη γονεϊκότητα. Το ξέρω από τώρα ότι τη μέρα που θα φύγω απ’ την Τότεναμ, αυτό που θα μου λείψει περισσότερο είναι το κλίμα στα αποδυτήρια.

Νομίζω ότι σε μεγάλο βαθμό η οικογενειακή ατμόσφαιρα οφείλεται στον Αντζ.

Ο Αντζ είναι γενναίος, και σε κάνει κι εσένα γενναίο. Δεν λέει πολλά, αλλά όταν μιλάει, μπορούμε να τον ακούμε για ώρες. Είναι φανερό ότι έχει περάσει πολλά, και συχνά μιλάει για όσα έμαθε από τον πατέρα του. Είναι διαφορετικός από κάθε άλλο προπονητή που είχα μέχρι τώρα. Όλοι μιλάνε για τακτική και για νίκες, κι αυτό είναι σωστό, αλλά με τον Αντζ νιώθεις πως έχει παραπάνω σημασία, γιατί σε αφορά ως άνθρωπο. Σε αφορά ως άντρα και αφορά όσα πιστεύεις.

Ο Αντζ λέει, «Δεν μ’ ενδιαφέρει αν θα χάσουμε, όλοι χάνουν στη ζωή. Αν χάσουμε, θα χάσουμε με τους δικούς μας όρους. Ποτέ μη χάσετε τον εαυτό σας».

Και έτσι θέλω να ζήσω τη ζωή μου. ΟΚ, θα αντιμετωπίσουμε τους καλύτερους, αλλά θα παίξουμε με τον δικό μας τρόπο. Θα παίξουμε όπως παίζαμε όλη μας τη ζωή.

Ας μην παρεξηγηθώ: Όλοι μας θέλουμε να κερδίσουμε. Παλεύουμε σκληρά για να σας φέρουμε τα τρόπαια που αξίζετε. Προπονούμαστε για εσάς, τρώμε για εσάς, κοιμόμαστε για εσάς. Γνωρίζουμε καλά ότι αυτή η ομάδα αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Σημαίνει πάρα πολλά για μένα να βλέπω κόσμο να φοράει τη φανέλα με τ’ όνομά μου, γιατί αυτό σημαίνει ότι συνδεόμαστε σε ένα επίπεδο. Κι ακόμα το βρίσκω τρομερό ότι μπορεί απλώς να βάλω ένα γκολ και 60.000 άνθρωποι να γυρίσουν σπίτι ευτυχισμένοι.

Αλλά από την άλλη είμαστε μια ομάδα με πολλούς νεαρούς και καινούργιους παίκτες. Δεν θα κερδίζουμε κάθε αγώνα. Και στην πραγματικότητα, ο Αντζ δεν μιλάει ποτέ για τρόπαια. Μας λέει, «Ναι, θα φτάσουμε κι εκεί, αλλά πρέπει πρώτα να γίνουμε ο εαυτός μας. Πρέπει να βρούμε τον εαυτό μας».

Γι’ αυτό το λόγο εκείνο το ματς με την Τσέλσι τον Νοέμβρη ήταν τόσο ιδιαίτερο.

Ίσως είναι παράξενο να μιλάω για ένα ματς που χάσαμε, ιδιαίτερα όταν μόλις κερδίσαμε τη Βίλα εκτός έδρας, αλλά εκείνο το ματς με την Τσέλσι σήμαινε πάρα πολλά για αυτό που προσπαθούμε να χτίσουμε. Στο ημίχρονο ήμασταν 1-1, και ο Αντζ ήταν πολύ ψύχραιμος. Ο Ρομέρο είχε πάρει κόκκινη, αλλά δεν μας είπε να κλειστούμε πίσω και να παίξουμε άμυνα. Απλώς μας είπε, «Ξέρουμε ποιοι είμαστε».

Μετά πήρε κόκκινη και ο Ντέστινι, και τα πράγματα έγιναν πολύ δύσκολα. Ξέρω ότι πολλοί πίστεψαν ότι ήμασταν τρελοί που παίζαμε με τόσο ψηλή γραμμή με εννέα παίκτες.

Ήμασταν αφελείς. Ήμασταν Spursy.

Αλλά ξέρεις τι θυμάμαι από κείνο το ματς;

Θυμάμαι τις στιγμές προς το τέλος του αγώνα που παραλίγο να το κάνουμε 2-2. Θυμάμαι τον Βικάριο να αποκρούει με περισσότερη ενέργεια απ’ όση είχε ολόκληρο το στάδιο. Θυμάμαι ότι συνεχίσαμε να κάνουμε επιθέσεις, όχι επειδή μας το είπε ο Αντζ, γιατί όταν αποβλήθηκε ο Ντέστινι δεν είχε τρόπο να μας μιλήσει. Όχι, συνεχίσαμε να κάνουμε επιθέσεις γιατί νιώθαμε ότι αυτό ήταν το σωστό.

Κι ο Αντζ ήταν περήφανος για μας. Γιατί δεν πάψαμε να είμαστε ο εαυτός μας.

Μα η αγαπημένη μου στιγμή ήταν μετά τη λήξη του αγώνα. Είχαμε χάσει 4-1 και πήγαμε στους οπαδούς. Δεν μας γιουχάρατε. Δεν μας σφυρίξατε.

Μας χειροκροτήσατε.

Καταλάβατε τι σήμαινε.

Ναι, χάσαμε ένα ματς.

Αλλά κερδίσαμε στη ζωή.

Νιώθω απέραντη ευγνωμοσύνη που αυτό το ταξίδι με οδήγησε εδώ. Είμαι πανευτυχής που θα ξεκινήσω εδώ τη ζωή μου ως πατέρας. Όταν κοιτάζω πίσω, η ζωή μού έδωσε όλα όσα χρειαζόμουν από τόσους πολλούς φανταστικούς ανθρώπους.

Κι έτσι λοιπόν,

Στους γονείς μου, που ήταν πάντα εκεί.

Στην αδερφή μου, τον μόνο άνθρωπο που με βοήθησε με την κριτική του.

Στην Ελντίνα, που έκανε τη ζωή μου μαγική.

Και σε εσάς, τους φιλάθλους, για την απίστευτη στήριξη που μου δίνετε.

Από τα βάθη της καρδιάς μου.

Σας ευχαριστώ.

Ντέκι