Η όχι και τόσο «φτωχή» συγγενής Τσέστερ

Ζώντας στη σκιά της μεγάλη αντιπάλου Ρέξαμ και κατακερματισμένη από οικονομικά προβλήματα τα τελευταία 15 χρόνια, η Τσέστερ «επέζησε» της διάλυσης, χάρη στους (ποιους άλλους;) οπαδούς της.

Στις 12 Σεπτεμβρίου 2023 έκανε πρεμιέρα η δεύτερη σεζόν του «Welcome to Wrexham», της πιο πρόσφατης σειράς αθλητικών ντοκιμαντέρ του Netflix κι όχι μόνο. Αυτές είναι που έχουν αναλάβει, μαζί και με τις μυθοπλαστικές σειρές, να παρουσιάσουν το ποδόσφαιρο σε ένα κοινό όχι αυστηρά ποδοσφαιρόφιλο, ως κάτι εξευγενισμένο, ενδιαφέρον και με μεγάλες συναισθηματικές απολαβές. Μέχρι το φινάλε της σειράς δύο μήνες αργότερα, εκτυλίχθηκε στις οθόνες των θεατών όλη η σεζόν 2022/23 της Ρέξαμ, σε όλο της το μεγαλείο με τις εμφατικές νίκες, την πρωτιά και την άνοδο στις επαγγελματικές κατηγορίες, όλα χάρη στο ειλικρινές και αθώο ενδιαφέρον δύο πλούσιων αστέρων του Χόλιγουντ. Ποιος μπορεί να μη συγκινηθεί από μια τέτοια εξέλιξη; Μα φυσικά μια μεγάλη αντίπαλος, όπως η Τσέστερ!

Μόλις είκοσι χιλιόμετρα μακρυά από το Ρέξαμ και ακριβώς πάνω στα άτυπα, αλλά ιστορικά σύνορα μεταξύ Αγγλίας και Ουαλίας, βρίσκονται οι «Φώκιες», ψευδώνυμο που οφείλουν στην ονομασία του παλιού γηπέδου, Σίλαντ (=Sealand) Ρόουντ. Την ίδια περίοδο που τα συνεργεία της αμερικανικής τηλεόρασης απαθανάτιζαν στιγμές χαράς στο Ρέισκορς Γκράουντ, η Τσέστερ έπαιζε κι αυτή τη δική της άνοδο από τα πλέι-οφ της Νάσιοναλ Λιγκ Νορθ. Παρότι ο ημιτελικός πραγματοποιήθηκε στην έδρα της και ο αντίπαλος ήταν η άσημη Μπράκλι Τάουν, ένα γκολ των φιλοξενούμενων στο 80’ έβαλε τέλος στα όνειρα ανόδου του συλλόγου, σε μία αλληλουχία που έδωσε τον προβιβασμό τελικά στην Κιντερμίνστερ. Ίσως όμως αυτή η «αποτυχία», που δε την κατέγραψαν πολλές κάμερες πέραν από αυτές της διοργάνωσης, να μην είχε και πολλή σημασία. Οι ιθύνοντες γύρω από την ομάδα έχουν πολύ περισσότερα για να πανηγυρίζουν.

τσέστερ οπαδοί

Το Τσέστερ είναι μια πόλη ούτε 80.000 κατοίκων, μόλις 45 χιλιόμετρα οδήγησης από το Λίβερπουλ και 65 από το Μάντσεστερ. Είναι η μοναδική τοποθεσία της πάνω στα σύνορα με την Ουαλία που έχει δώσει στην κόντρα της με τη Ρέξαμ το παρατσούκλι «Διασυνοριακό Ντέρμπι». Η παραδοσιακή ομάδα της πόλης, Τσέστερ Σίτι, πέρασε όλο τον εικοστό αιώνα ως μια ομάδα με σταθερή και αξιοπρεπή παρουσία μεταξύ τρίτης και τέταρτης κατηγορίας. Η ισορροπία σκόρπισε στην αλλαγή του αιώνα, ρίχνοντάς τη στην πέμπτη κατηγορία (ήδη από το 1998 είχε μπει σε καθεστώς εκκαθάρισης για να γλιτώσει την πτώχευση).

Το 1999 πουλήθηκε στον Αμερικανό Τέρι Σμιθ, έναν πρώην παίκτη και τότε προπονητή… αμερικανικού ποδοσφαίρου, ο οποίος έκανε τον εαυτό του και διευθυντή της ομάδας, δύο δεκαετίες πριν του κλέψουν την ιδέα και το «Ted Lasso» γίνει πραγματικότητα. Το 2001 η ομάδα πωλείται ξανά και καταλήγει στον Στίβεν Βόουν, τότε επιχειρηματία από το Λίβερπουλ και έπειτα καταδικασμένο εγκληματία (!), ο οποίος κατείχε επίσης και την Μπάροου. Μία επιστροφή στην League Two αργότερα, το 2004, μια μακρά σειρά από οικονομικά προβλήματα και κακοδιαχείριση σε πολλαπλά επίπεδα, όπως την προσπάθεια μετακόμισης του συλλόγου, έφεραν την ομάδα να πωλείται στον γιό του Bόουν.

Η Σίτι δεν άντεξε και υποβιβάστηκε ξανά το 2009, στην τελευταία ολοκληρωμένη σεζόν της μακρόχρονης ιστορίας της. Κατηγορίες για φορολογική απάτη της εγκληματικής (κυριολεκτικά) διοίκησης δεν την άφησαν να ολοκληρώσει τη χρονιά στη Νάσιοναλ Λιγκ, και εν τέλει το ρεκόρ και οι αγώνες της δεν μέτρησαν στην βαθμολογία, όπου είχε ήδη καπαρώσει χωρίς ιδιαίτερη… προσπάθιεια την τελευταία θέση. Ταυτόχρονα οι κερκίδες άδειαζαν, σημειώνοντας και αρνητικό ρεκόρ 425 εισιτηρίων τον Ιανουάριο του 2010!

Τα οικονομικά ήταν σε τόσο άθλια κατάσταση, που η εταιρεία των λεωφορείων που θα πήγαινε την ομάδα στο Νέιλσγουορθ για έναν αγώνα με τη Φόρεστ Γκριν Ρόβερς, αρνήθηκε να τους μεταφέρει, με αποτέλεσμα να αναβληθεί ο αγώνας. Πολλοί φίλαθλοι της ομάδας, επιχειρηματίες στο Τσέστερ, ήταν στην ίδια μοίρα με τα λεωφορεία, περιμένοντας λεφτά που τους όφειλε ο σύλλογος που αγαπάνε. Προσπάθειες του Βόουν να ξεφορτωθεί τον σύλλογο για μία λίρα δεν έφεραν αποτέλεσμα, κυρίως επειδή μαζί θα πωλούνταν και όλα τα χρέη. Στις 10 Μαρτίου, η Τσέστερ Σίτι, που ήταν οριστικά παρελθόν από το πρωτάθλημα, διαλύθηκε μετά από 125 χρόνια ιστορίας!

Οι Βόουν, πατέρας και γιος, συνελήφθησαν στις 4 Απριλίου 2010. Μετά από μία σύντομη κάθειρξη, ο πατέρας προσπάθησε ανεπιτυχώς να ξεκινήσει μία νέα ομάδα στην περιοχή, πριν το 2012 αγοράσει τη μαλτέζικη Φλοριάνα, κίνηση που κράτησε μόνο δύο χρόνια. Πίσω στο Τσέστερ, οι φίλαθλοι δεν έχασαν χρόνο. Μέσα σε όλο το χαοτικό και αποκαρδιωτικό κλίμα της διάλυσης του συλλόγου που αγαπούσαν, κατάφεραν να ιδρύσουν έναν καινούργιο με την απλούστερη ονομασία Τσέστερ, και να εξασφαλίσουν άδεια χρήσης του γηπέδου της Σίτι από το τοπικό δημοτικό συμβούλιο.

τσέστερ οπαδοί

Μετά από ταχείες διαπραγματεύσεις, το καλοκαίρι η νέα Τσέστερ ήδη ξεκίνησε να αγωνίζεται εκεί όπου σταμάτησε η παλιά, τρεις κατηγορίες όμως χαμηλότερα. Η απόσταση καλύφθηκε ταχύτατα: τρεις χρονιές με τρεις ανόδους και τρεις πρωτιές αργότερα, η Τσέστερ είχε φτάσει στο τελευταίο εμπόδιο πριν τις επαγγελματικές κατηγορίες, εκεί όπου άνηκε όλον τον προηγούμενο αιώνα. Στη Νάσιοναλ Λιγκ της κόπηκε η φόρα, σταθεροποιήθηκε και μάλιστα επέστρεψε το 2018 στον βόρειο όμιλο της έκτης κατηγορίας, όπου η Μπράκλι Τάουν την εξανάγκασε να μείνει και φέτος.

Το σίγουρο όμως είναι πως το σύνολο του Κάλουμ ΜακΙντάιρ θα το παλέψει όσο περισσότερο γίνεται. Μπορούμε να είμαστε σίγουροι γι αυτό, καθότι κι ο ίδιος ο προπονητής είναι φίλαθλος της Τσέστερ με μεγάλο συναισθηματικό δέσιμο με τον σύλλογο. Προσλήφθηκε στην ομάδα της πόλης του τον Μάιο του 2022, πριν καν κλείσει τα 29 του χρόνια. Η ανάθεση της τύχης της ανδρικής ομάδας ήταν ουσιαστικά προαγωγή, καθότι προπονούσε στις ακαδημίες της από το 2016, ενώ είχε κάνει και τον υπηρεσιακό το 2018, όταν ήταν μετά βίας 25 ετών.

«Το να προπονείς την ομάδα που υποστηρίζεις και μεγάλωσες σε αυτήν είναι ταυτόχρονα το καλύτερο και το χειρότερο πράγμα στον κόσμο. Πρέπει να αποστασιοποιηθείς συναισθηματικά και να είσαι απλά ο προπονητής. Όταν τα πράγματα πάνε καλά, είναι το καλύτερο μέρος στον κόσμο. Οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι είναι σαν οικογένεια για τους φιλάθλους, δεν είναι απλά οργανισμοί, είναι μέρη όπου ο κόσμος πάει και περνάει χρόνο μαζί, κι αυτό έχει σημασία». Έχει όμως κάτι το ξεχωριστό η νέα Τσέστερ;

κάλουμ μακιντάιρ

Η περίπτωση της τωρινής ιδιοκτησίας της ίσως μπορεί να χαρακτηριστεί καλύτερα με τον όρο «κολεκτίβα». Σε όλη της την σύγχρονη, μικρή ιστορία, η Τσέστερ είναι ομάδα που ανήκει σε μια (μεγάλη, για τα δεδομένα της) ομάδα φιλάθλων και συνιδιοκτητών. Καθένα από τα περίπου 2.000 μέλη καταβάλει ετησίως το μάλλον ευτελές ποσό των δώδεκα λιρών (οριακά μεγαλύτερο από τον ωριαίο ελάχιστο μισθό της χώρας). Δεν είναι όλοι οι «ιδιοκτήτες» οπαδοί της, η Τσέστερ όμως είναι πραγματικά μία ομάδα της κοινότητας. Το συμβούλιο αποφασίζει για κάθε μικρό ή μεγάλο ζήτημα της ομάδας, όπως τις νέες φανέλες.

Αν ποτέ ερχόταν κάποιος που ήθελε να επενδύσει στην ομάδα, αστέρας του Χόλιγουντ ή μη, θα ήταν όλοι οι ιδιοκτήτες των δώδεκα λιρών που θα είχαν τη δύναμη να αποφασίσουν κατά πόσο είναι σοφή επιλογή αυτή η κίνηση. Οι ίδιοι λένε πως μία τέτοια αλλαγή καθεστώτος δεν είναι κάτι που δεν θα σκέφτονταν, εφόσον οι συνθήκες ήταν κατάλληλες και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο τους έπειθε για τις προθέσεις και τις δυνατότητές του. Όταν την ομάδα ελέγχουν αυτοί που θα είναι εκεί ακόμη κι όταν σταματήσουν να έχουν τον έλεγχο, τα στάνταρ είναι ιδιαιτέρως ψηλά.

«Φυσικά, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ δεν σημαίνει περισσότερα για τους φίλους της απ’ ότι η Τσέστερ για τους δικούς της. Αλλά εμείς έχουμε και μία παραπάνω στρώση επειδή είμαστε οι ίδιοι ιδιοκτήτες της ομάδας», έχει δηλώσει ο προπονητής ΜακΙντάιρ. Τουλάχιστον προς το παρόν λοιπόν, οι φίλοι της Τσέστερ μπορούν να περηφανεύονται στους αντιπάλους της Ρέξαμ πως αυτοί είναι ιδιοκτήτες της ομάδας τους. Ο κόσμος της Τσέστερ δεν φαίνεται πως ζηλεύει τις εξελίξεις της γείτονος αντιπάλου, ή τουλάχιστον έτσι δηλώνει.

τσέστερ ρέξαμ

Η εξαγορά της Ρέξαμ κάνει εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξει ντέρμπι μέσα στα επόμενα χρόνια. Η κόντρα που διατηρούν ωστόσο οι δύο ομάδες είναι ιδιαίτερα δυναμική και κουβαλά την ιδιαιτερότητα του αγγλο-ουαλικού ντέρμπι, με αποτέλεσμα να μπλέκονται ζητήματα ιστορίας και εθνοτήτων μεταξύ Άγγλων και Ουαλών, που ενώ πια δεν έχουν σημασία πολιτικά, οι φίλαθλοι βρίσκουν τον τρόπο να εκφράσουν τη γνώμη τους για την αντίπερα όχθη στο ποδόσφαιρο. Οι τελευταίες αναμετρήσεις των ομάδων ήταν έξι χρόνια πριν, στη σεζόν 2017/18 και την πέμπτη κατηγορία. Η Ρέξαμ είχε κερδίσει αμφότερους τους αγώνες μέσα σε τεταμένο κλίμα. Προβλήματα και εντάσεις μεταξύ των οπαδών δεν ήταν καθόλου σπάνιο φαινόμενο – στην τελευταία αναμέτρηση μάλιστα, μεταξύ άλλων συνελήφθη και ένα 14χρονο αγόρι για τη συμμετοχή του σε «μπελάδες».

Πίσω στα αγωνιστικά, η Τσέστερ απολαμβάνει τις υπηρεσίες μερικών ιδιαίτερα έμπειρων παικτών. Ο βετεράνος αμυντικός Κέβιν Ρόμπερτς ήταν μέλος της παλιάς Τσέστερ Σίτι που αγωνιζόταν στην League Two, ο Τζορτζ Γκλέντον προέρχεται από την ακαδημία της Μάντσεστερ Σίτι και παίκτες όπως ο Κρίστιαν Νόρτον κι ο Έλιοτ Γουάιτχαουζ έχουν σημαντική αγωνιστική εμπειρία στις επαγγελματικές κατηγορίες.

Όσο η Τσέστερ μένει μακρυά από την επιστροφή στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο θα συντηρείται και ένα ιδιαίτερο φαινόμενο: υπάρχει ξεκάθαρο γενεαλογικό χάσμα μεταξύ των οπαδών της. Οι παλαιότεροι έχουν ξεκάθαρες αναμνήσεις από τις «καλές εποχές» της παλιάς Τσέστερ Σίτι, με την μόνιμη παρουσία της μεταξύ τρίτης και τέταρτης κατηγορίας. Τώρα 14 χρόνια μετά και την οριστική διάλυση μιας ομάδας που ήδη είχε ξεπέσει σε χαμηλότερο επίπεδο, πολλοί νεότεροι φίλοι της Τσέστερ δεν βίωσαν ποτέ επαγγελματικό ποδόσφαιρο στην πόλη τους και νιώθουν πως το σημείο αναφοράς της Τσέστερ είναι οι κατηγορίες της Νάσιοναλ Λιγκ, δηλαδή η πέμπτη και η έκτη.

τζορτζ γκλέντον

Η ίδια η ομάδα ωστόσο, σκέφτεται τον εαυτό της σαν άξιο μέλος της Φούτμπολ Λιγκ, παρότι έχει να βρεθεί εκεί από το 2009, στην παλιά της μορφή. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι σειρές η Τσέστερ είναι 4η στη βαθμολογία, πολύ μακριά από την κορυφή στο -17, και δίνει σκληρή μάχη για τα πολύ ανταγωνιστικά πλέι-οφ, που απ’ ότι φαίνεται θα έχουν ξανά την Μπράκλι Τάουν, όπως και την ανερχόμενη Σκάρμπορο Αθλέτικ και την πολύπειρη Σκάνθορπ Γιουνάιτεντ.

Οι φιλοδοξίες είναι σίγουρα μεγάλες, όμως η «αποτυχία» δεν πρόκειται να αντιμετωπιστεί ως τέτοια. Μιλάμε για μια ομάδα που υπέφερε για δεκαετίες από κακές διοικήσεις, έφτασε να διαλυθεί από τα χρέη, κι έκτοτε δημιουργήθηκε ξανά, ανήκει αποκλειστικά στα άτομα που την πονάνε και το ποδόσφαιρο που παίζει της επιτρέπει να φλερτάρει με την ιδέα της ανόδου. Ακόμη, καταφέρνει και προσελκύει κοινό περίπου 2.000 ατόμων σε κάθε εντός έδρας αγώνα, σε μια περιοχή όπου οι γνωστές μεγαλομάδες του Λίβερπουλ και του Μάντσεστερ βρίσκονται ιδιαίτερα κοντά, μαζί και με την «κοντοχωριανή» Ρέξαμ του Χόλιγουντ!