Ένα αγγλικό γήπεδο στο Μπιλμπάο

Στα τέλη του 19ου αιώνα, οι Βρετανοί εκμεταλλευόμενοι την έναρξη της βιομηχανικής επανάστασης, κατευθύνθηκαν κατά χιλιάδες προς την πλούσια σε σίδηρο Χώρα των Βάσκων. Η βόρεια ισπανική πόλη του Μπιλμπάο, ανέπτυξε τεράστια άνοδο εκείνη την εποχή, καθώς η βιομηχανική δύναμη της Ιβηρικής χερσονήσου και η συνεχή άνθηση της εξόρυξης σιδήρου, είχαν τραβήξει την προσοχή της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.

 

Ακολούθησε γρήγορα μια σχέση συμβίωσης, καθώς πολλά πλοία ξεκίνησαν να αποπλέουν από τα λιμάνια του Πόρτσμουθ, του Σάντερλαντ και του Σαουθάμπτον, μεταφέροντας ανθρακωρύχους, μηχανικούς και άνθρακα, από περιοχές όπως η βορειοανατολική Αγγλία. Ακολούθως, τα ίδια πλοία, θα επέστρεφαν στο Ηνωμένο Βασίλειο με τον σίδηρο και τον χάλυβα που απαιτούσε η κυρίαρχη θέση της Μεγάλης Βρετανίας ως η κορυφαία υπερδύναμη του κόσμου. Επιπλέον, τα πλοία θα μετέφεραν νεαρούς μαθητές από οικογένειες της μεσαίας τάξης του Μπιλμπάο, με σκοπό να σπουδάσουν μηχανική στα κορυφαία πανεπιστήμια του Ηνωμένου Βασιλείου. Ωστόσο, οι Βρετανοί δεν ήρθαν «οπλισμένοι» μόνο με άνθρακα. Ήρθαν επίσης με κάτι ακόμα, κάτι που θα γινόταν πολύ πιο σημαντικό για τη Χώρα των Βάσκων και την Ισπανία γενικότερα. Ήρθαν με μπάλες ποδοσφαίρου.

Το θαλάσσιο ταξίδι από το Πόρτσμουθ προς το Μπιλμπάο ήταν πολλές φορές εξαντλητικό, ο Βισκαϊκός κόλπος είχε συνήθως τρομερές φουρτούνες και τρικυμίες, οι οποίες μπορούσαν να φέρουν ακόμη και τον πιο έμπειρο καπετάνιο στα όρια του. Ήταν μάλιστα, χαρακτηριστικός ο ενθουσιασμός των ναυτικών καθώς τα πλοία πλησίαζαν στις ακτές των Βάσκων και εμφανιζόταν στα μάτια τους το όρος Σεράντες, ξέροντας πλέον ότι ήταν πολύ κοντά στο να πιάσουν στεριά.

 

 

Οι ανθρακωρύχοι, οι οποίοι έβλεπαν θάλασσα πολύ λιγότερο από τους υπόλοιπους εργάτες, ήθελαν απεγνωσμένα να αποβιβαστούν και να βρουν λίγο γρασίδι και να ασχοληθούν με το αγαπημένο τους άθλημα. Τα πλοία θα έμπαιναν στις εκβολές του ποταμού Νερβιόν, θα περνούσαν από το όρος Σεράντες και θα κατευθύνονταν προς την καρδιά της πόλης, όπου το πλοίο θα αγκυροβολούσε στην περιοχή του Αμπάντο, κατά μήκος του ποταμού από το Πανεπιστήμιο του Ντέουστο.

Ανάμεσα στις αποβάθρες, τα εργοστάσια σιδήρου και τα ναυπηγεία, υπήρχε μια αλάνα, όχι μεγάλης έκτασης. Με την πάροδο των χρόνων, αυτό το μέρος είχε πολλές χρήσεις. Ήταν ο χώρος ενός βρετανικού νεκροταφείου μέχρι το 1908, αεροδιάδρομος για αεροπλάνα και ένα γήπεδο ποδοσφαίρου. Οι ταλαιπωρημένοι και στερημένοι από γη ναυτικοί, θα χρησιμοποιούσαν το συγκεκριμένο χώρο ως ποδοσφαιρικό γήπεδο, ξεφεύγοντας για λίγο από την δύσκολη καθημερινότητά τους, συχνά υπό την προσηλωμένη ματιά των νεαρών Βάσκων, μερικοί από τους οποίους δεν γνώριζαν απολύτως τίποτα για αυτό το άθλημα.

 

 

Παρά την έντονη αγγλική προφορά των Βρετανών, οι ντόπιοι ήταν σε θέση να αποκρυπτογραφήσουν την ονομασία του πρωτότυπου για αυτούς άθλημα. «Fut-Bol». Όπως ήταν φυσικό, το γήπεδο έγινε συνώνυμο με τους Βρετανούς εργάτες που το χρησιμοποίησαν για να απολαύσουν το αγαπημένο τους άθλημα και έγινε γνωστό ως La Campa de los Ingleses (The Englishmen’s Field). Το συγκεκριμένο γήπεδο ήταν και η αφετηρία της διάδωσης του ποδοσφαίρου στην πόλη του Μπιλμπάο.

Μέχρι το 1892, ο αριθμός των Άγγλων που έπαιζαν ποδόσφαιρο στο μικρό αυτό γήπεδο δίπλα στο ναυπηγείο, είχε ανέβει κατακόρυφα, κάτι που σήμαινε πως θα έπρεπε να μετακινηθούν κάπου που θα μπορούσε να φιλοξενηθεί επαρκώς ο συνεχώς αυξανόμενος πληθυσμός των Βρετανών και του αθλήματός τους. Έτσι λοιπόν, το ίδιο έτος, ο πρόεδρος του συλλόγου Club Athletic de Astilleros Del Nervión (Nervión Shipyard’s Athletic Club), Henry Jones Bird, απέστειλε επιστολή στις τοπικές αρχές της περιοχής του Λαμίακο, ζητώντας άδεια για τη χρήση της πίστας του ιπποδρόμου της περιοχής ως γήπεδο ποδοσφαίρου κατά τη διάρκεια των χειμερινής περιόδου, από το Νοέμβριο έως τον Απρίλιο. Η άδεια χορηγήθηκε αστραπιαία και η πίστα έγινε το νέο «σπίτι» του οργανωμένου, πλέον, ποδοσφαίρου της Βισκάϊας. Το ενδιαφέρον για το άθλημα συνέχισε αναπτύσσεται ολοένα και περισσότερο, καθώς νεαροί από ολόκληρη την πόλη του Μπιλμπάο, συγκεντρώνονταν στο Λαμίακο για να παρακολουθήσουν τις ομάδες των Βρετανών εργατών που αναμετρούνταν κάθε Σαββατοκύριακο.

 

 

Η δημοτικότητα του αθλήματος σε συνδυασμό με τους νεαρούς Βάσκους φοιτητές που επέστρεφαν από τις σπουδές τους στην Αγγλία, σήμαινε πως και οι ντόπιοι θα συμμετείχαν δειλά-δειλά στις εβδομαδιαίες αναμετρήσεις. Μάλιστα, το 1894 διεξήχθει ένας από τους πρώτους διεθνείς αγώνες ποδοσφαίρου, όταν μια ομάδα νεαρών της πόλης αναμετρήθηκε με τους Άγγλους, σε μία… άτυπη αναμέτρηση Μπιλμπάο – Αγγλίας!

Ο αγώνας πραγματοποιήθηκε στον ιππόδρομο του Λαμίακο και οι… «ξένοι» ήταν αυτοί που επιβλήθηκαν, με ένα εμφατικό 5-0. Οι τοπικές εφημερίδες, οι οποίες εξακολουθούσαν να μην γνωρίζουν πως λειτουργούσαν οι κανόνες αυτού του ξενόφερτου αθλήματος, ανέφεραν πως οι Άγγλοι κέρδισαν με… «πέντε πόντους». Μετά τον αγώνα, οι Βρετανοί προσέφεραν στους ηττημένους ψητά κοτόπουλα, ως παρηγοριά για τη βαριά ήττα αλλά και ένα έπαθλο ως ένδειξη σεβασμού για τη γενναιότητα που επέδειξαν ώστε να αναμετρηθούν μαζί τους.

 

 

Το αποτέλεσμα δεν αποθάρρυνε στιγμή την τοπική κοινωνία, έχοντας πλέον μια σχέση αγάπης με το βρετανικό άθλημα. Μάλιστα, ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές μεταξύ των Βάσκων φοιτητών που είχαν επιστρέψει από το Ηνωμένο Βασίλειο και όλο αυτό συνέβαλε στο να μεταδοθεί και στους νεαρούς του Μπιλμπάο. Έτσι το 1898, μερικοί σπουδαστές του γυμνασίου Zamacois, αποφάσισαν να ιδρύσουν έναν ανεπίσημο σύλλογο με σκοπό να αθληθούν και να εξελιχθούν πάνω στο ποδόσφαιρο και το 1901 τα μέλη του συγκεκριμένου συλλόγου πραγματοποίησαν συνάντηση στο καφέ «Garcia» στο κέντρο του Μπιλμπάο, αποφασίζοντας να μετατρέψουν την ομάδα σε μια επίσημη πλέον οντότητα. Ονομάστηκε Athletic Club.

Δύο χρόνια αργότερα, εμφανίστηκε ένας νέος τοπικός σύλλογος στην παραθαλάσσια περιοχή της Αλγκόρτα, ο οποίος ονομάστηκε Bilbao FC. Οι δύο ομάδες ενώθηκαν και δημιούργησαν ένα είδος «υπερομάδας» του Μπιλμπάο με το όνομα Club Vizcaya de Bilbao, η οποία εκπροσωπούσε ουσιαστικά την πόλη στο Copa del Rey κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της διοργάνωσης, κατακτώντας μάλιστα το τρόπαιο της αρχικής έκδοσης του τουρνουά, το Copa de la Coronación, επικρατώντας της Barcelona στον τελικό του θεσμού. Το 1903, η Bilbao FC συγχωνεύθηκε με την Athletic και ο σύλλογος που προέκυψε από την ενοποίηση ονομάστηκε Athletic Club de Bilbao.

 

 

Στα χρόνια που ακολούθησαν από την ίδρυση της ομάδας, ήταν ακόμα αρκετά συνηθισμένο το φαινόμενο να βλέπεις Άγγλους να παίζουν για την Athletic, καθώς μόλις το 1912 ξεκίνησε να εφαρμόζεται η χρησιμοποίηση αποκλειστικά Βάσκων ποδοσφαιριστών στην ομάδα, μην αλλάζοντας την πολιτική της «Cantera» (Αλάνας) όπως την ονομάζουν, μέχρι και σήμερα. Το 1913, ο σύλλογος βρήκε τον… «Καθεδρικό» του ή αλλιώς τον «Λάκκο των Λεόντων», το περίφημο San Mamés, το οποίο χτίστηκε σε απόσταση αναπνοής από το La Campa de Los Ingleses, το σημείο όπου το ποδόσφαιρο είχε πάρει σάρκα και οστά στην Βασκική πόλη.

Παρόλο που ο σύλλογος είχε ήδη ακολουθήσει την πολιτική της «Cantera», υπήρχε πάντα ο σεβασμός στις βρετανικές του ρίζες. Μάλιστα, η Athletic έχει χαρακτηριστεί από αρκετούς ως αγγλόφιλη, με τους πρώτους προπονητές της ομάδας να είναι Άγγλοι, έχοντας και στην πορεία αρκετούς τεχνικούς από το Νησί στην άκρη του πάγκου της, με τον πιο αξιοσημείωτο να είναι ο Fred Pentland, ο οποίος είχε δύο πολύ σπουδαίες θητείες στις δεκαετίες του ’20 και του ’30, αλλά και ο Howard Kendall, ο οποίος θήτευσε στους Βάσκους στα τέλη της δεκαετίας του ’80.

 

 

Η απόφαση του συλλόγου να αγωνίζεται με τα χρώματα του κόκκινου και του λευκού, θεωρήθηκε πως προήλθε από τους ναυτικούς του Σαουθάμπτον και από τους ανθρακωρύχους του Σάντερλαντ, των οποίων οι τοπικοί σύλλογοι είχαν ακριβώς τα ίδια χρώματα, ωστόσο έχει αναφερθεί πως αυτή η θεωρία έχει τον χαρακτήρα του ρομαντικού μύθου για τους ντόπιους, με την επικρατέστερη να είναι πως οι ιθύνοντες του συλλόγου επέλεξαν το συγκεκριμένο σετ χρωμάτων, μόνο και μόνο επειδή ήταν η φθηνότερη επιλογή εκείνη την εποχή. Παρ’ όλα αυτά η χρωματική σύνδεση με τους Άγγλους εργάτες των συγκεκριμένων πόλεων, παραμένει και μνημονεύεται ακόμη και σήμερα.

Ωστόσο, χωρίς αμφιβολία ο ισχυρότερος δεσμός του συλλόγου με τις βρετανικές του ρίζες, βρίσκεται στο όνομά του, Athletic Club (Sports Club), σε αντίθεση με το Ισπανικό, Club Atlético. Μπορεί να αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν την Ισπανική ονομασία λόγω της δικτατορίας του στρατηγού Franco που απαγόρευε τη χρήση ξένων λέξεων, όμως οι φίλοι του συλλόγου συνέχισαν να αναφέρονται στην ομάδα με την αρχική της αγγλική ονομασία, επιστρέφοντας και επίσημα σε αυτήν μετά το θάνατο του Ισπανού δικτάτορα, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα τέτοιοι νόμοι να είναι πλέον αρκετά πιο χαλαροί.

 

 

Μέσα σε δύο δεκαετίες, το ποδόσφαιρο μετατράπηκε από κάτι άγνωστο στο μακράν πιο δημοφιλές άθλημα στο Μπιλμπάο και οι «σπόροι» αυτού του αθλήματος φυτεύθηκαν  σε ένα μικρό γήπεδο δίπλα στο πολυσύχναστο εκείνη την εποχή ναυπηγείο του ποταμού. Σήμερα, το συγκεκριμένο σημείο, καθώς και οι αποβάθρες, δεν υπάρχουν πια. Η κατάρρευση της εξορυκτικής βιομηχανίας στα τέλη της δεκαετίας του ’80, σήμαινε πως οι παλαιές αποβάθρες και τα εργοστάσια θα έμπαιναν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Η αστική αναγέννηση πραγματοποιήθηκε σε μεγάλο μέρος της πόλης τη δεκαετία του ’90, με τις αποβάθρες και τα εργοστάσια να δίνουν τη σκυτάλη σε μουσεία, πάρκα, καφέ, μπαρ, θέατρα και πεζοδρόμους.

Ωστόσο, το 2011 τοποθετήθηκε μια αναμνηστική πλακέτα στο σημείο του αρχικού Campa de Los Ingleses, η οποία αναγράφει ένα ποίημα που μιλάει για τους ναυτικούς που έπαιξαν για πρώτη φορά ποδόσφαιρο σε αυτό το γήπεδο. Αφηγείται την ιστορία για το πως η μπάλα με την οποία έπαιζαν, συχνά κατέληγε στο ποτάμι και οι ναυτικοί θα έπρεπε να ρίξουν πέτρες, με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργηθούν μικρά κύματα που θα μετέφεραν την μπάλα στη άκρη του νερού, ώστε να μπορέσουν να την παραλάβουν και να την επιστρέψουν στον αγωνιστικό χώρο για να συνεχιστεί η αναμέτρηση από εκεί που σταμάτησε.

 

 

Και κάπως έτσι ήρθε το ποδόσφαιρο στο Μπιλμπάο και την Ισπανία. Πάνω στα κύματα. Πάνω στα κύματα και τις φουρτούνες των Βρετανών ναυτικών που θέλησαν να μεταδώσουν το «μικρόβιο» του ποδοσφαίρου και σε άλλους λαούς. Ξεκίνησε σε αυτά τα ναυπηγεία, μετακόμισε στους ιπποδρόμους και σε εκείνες τις αλάνες στα περίχωρα των πόλεων και έπειτα επέστρεψε στην καρδιά των αστικών ιστών σε μεγάλα και ειδικά σχεδιασμένα στάδια, γεμάτα με χιλιάδες λάτρεις της στρογγυλής θεάς.